«Σασμός», του Σπύρου Πετρουλάκη, στη συνάντηση Ιανουαρίου 2021, του «Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιόφιλων Γενεύης»

Η συνάντηση Ιανουαρίου 2021 του «Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιόφιλων Γενεύης», λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης πραγματοποιήθηκε εξ αποστάσεως (μέσω Internet) φιλοξενώντας το μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη, «Σασμός». Ήταν η δεύτερη φορά που φιλοξενήθηκε ο συγγραφέας, η πρώτη αφορούσε το μυθιστόρημά του «Εξομολόγηση», ο οποίος διαγράφει μία σημαντική συγγραφική πορεία στα ελληνικά γράμματα.

Ρεπορτάζ από την κεντρική παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα.

Οι Βιβλιόφιλες συνδέθηκαν στην πλατφόρμα διαδικτυακών συνομιλιών όπου η υπεύθυνη του Κύκλου και συγγραφέας, Βενετία Πιτσιλαδή Chuard, υποδέχθηκε τα μέλη και ευχήθηκε για μια Καλή νέα Χρονιά με υγεία, δύναμη, δημιουργικότητα, πάθος για τη ζωή, με πολλά βιβλία και έντονη την παρουσία της λογοτεχνίας.

Ευχαρίστησε θερμά τα μέλη για την αφοσίωση και τη συνεπή συμμετοχή τους στις συναντήσεις του Κύκλου, τον ενθουσιασμό, τις υπέροχες παρουσιάσεις βιβλίων, τη φιλία που τις ενώνει εδώ και 25 χρόνια καθώς και για τον σεβασμό, την υποστήριξη και την αγάπη προς εκείνη και το έργο της.

Ευχαρίστησε τον λέκτορα του Πανεπιστημίου της Γενεύης στο τμήμα της αρχαιολογίας, νομισματολόγο και σπουδαίο φιλέλληνα, Ματθαίο Καμπανιόλο, ο οποίος παραβρέθηκε. Κατόπιν, οι βιβλιόφιλες και δασκάλες του Ελληνικού Σχολείου της Γενεύης, Αριάδνη Βαβουρανάκη, Ειρήνη Μπενέκου και Λίλια Κώτση, παρουσίασαν το μυθιστόρημα «Σασμός» αλλά και μία εξαιρετική μελέτη-ανάλυση, πανεπιστημιακού επιπέδου, πάνω στο θέμα της βεντέτας που συναντάται σε πολλές χώρες του κόσμου. Η συνάντηση έκλεισε με μία ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ των μελών του Κύκλου.

Ο Σπύρος Πετρουλάκης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, έχοντας ζήσει επίσης στο Ρέθυμνο και στα Χανιά από όπου και κατάγεται. Έχει δυο παιδιά, την Ειρήνη και τον Κωνσταντίνο. Είναι συνθέτης και στιχουργός και έχει συμμετάσχει σε μουσικές παραστάσεις και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τραγούδια του περιλαμβάνονται σε CD πολλών γνωστών καλλιτεχνών, ενώ έχει γράψει μουσική και τραγούδια για ντοκιμαντέρ και θεατρικές παραστάσεις.

Ασχολείται με τη φωτογραφία (φωτογραφίες του έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε ευρωπαϊκά περιοδικά), είναι αφηγητής παραμυθιών, προπονητής και Πανελληνιονίκης στο άθλημα του Taekwondo και έχει ως χόμπι την αναρρίχηση και τις καταδύσεις.

Από τις εκδόσεις Μίνωας κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: Το παράθυρο της Νεφέλης, Η εξομολόγηση, Η Παναγιά της φωτιάς, Το τελευταίο δαχτυλίδι, Η Αμαλία και Ο σασμός. Επίσης, ο Σπύρος Πετρουλάκης γράφει και παιδικά βιβλία: Στα χνάρια του κουρσάρου Μπαρμπαρόσα, Ο θησαυρός του Κυβερνήτη, Ο δράκος Μπουρμπουλήθρας και Η συνταγή της ευτυχίας.

Τον Νοέμβριο του 2017 πραγματοποιήθηκε έκθεση ζωγραφικής 29 εικαστικών με αφορμή το συγγραφικό έργο του Σπύρου Πετρουλάκη στην γκαλερί ΑΓΚΑΘΙ.

Λίγα λόγια για το μυθιστόρημα «Σασμός»

Η ιστορία του βιβλίου ξεκινά σε ένα χωριό της Κρήτης στην περιοχή του Αμαρίου όπου ο Μανόλης Αγγελάκης, ένα αμούστακο κοπέλι δεκατριών χρονών γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του Στεφανή Σταματάκη που είναι ο πατέρας του καλύτερου του φίλου του Νικηφόρου. Ναι, ο Μανόλης είδε τον δολοφόνο που σε μια στιγμή ορφάνεψε τον φίλο του, μα δεν μπορεί να μιλήσει.

«Ο φονιάς έστρεψε το όπλο προς το αγόρι. Μπαμ! Έκανε έναν ήχο με το στόμα του και χαμογέλασε σαδιστικά.»
«Δεν είδα… Έκλεινε η φωνή του.»

Ο φόβος από τη μια κι ο άγραφος νόμος της σιωπής από την άλλη του κλείνουν το στόμα και τον καταδικάζουν να ζει με τον τρόμο και τις ενοχές για πολλά χρόνια. Ένας άλλος άγραφος νόμος στη βεντέτα είναι πως παιδιά και γυναίκες δε σκοτώνουμε.

«Μην ξεχνάς και τον άτυπο κώδικα τιμής: γυναίκες και μικρά κοπέλια δε σκοτώνουν στις βεντέτες».

Μα κι αυτός ο νόμος, καταρρίπτεται από τη δολοφονία και της Βασιλικής μάνας του Νικηφόρου που μένει δίχως ρίζες πια. Η βεντέτα ξεκίνησε. Λάθος. Η βεντέτα συνεχίζεται αφού από τη δεκαετία του 70 οι δύο οικογένειες των Σταματάκηδων και των Βρουλάκηδων μετρούσαν πάνω από εξήντα νεκρούς. Κι έτσι φτάνουμε στο σήμερα που ο νόμος του αίματος κλείνει δύο σπίτια. Στο ένα μένει μόνο του ένα παιδί που αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα και να τον πάρει υπό την προστασία του ο ξαδερφός του, Μαθιός.

«Μαζί θα μείνουμε. Παρεάκι. Οι θειάδες τση μάνας σου είπανε να πα να μείνεις κοντά τους στο δικό τους χωριό, μα δε σ’ αφήνω. Καλλιά δεν είναι επαέ, στο σπίτι σου;».

Στο άλλο σπίτι μετά από το φόνο του Πέτρου Βρουλάκη που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν ο φονιάς των γονιών του Νικηφόρου, η μάνα του πριν προλάβει να κηδέψει το παιδί της, προσπαθεί να σώσει τη γυναίκα του, τη Μαρίνα και την εγγονή της Αργυρώ, διώχνοντάς τες από την Κρήτη.

«Η Μαρίνα η χήρα έσκυψε στη γη και έχωσε τα δάχτυλά της στο έδαφος. Πήρε στη χούφτα χώμα, από το αγιασμένο και ποτισμένο με το αίμα των δικών της ανθρώπων και το έβαλε σ’ ένα μικρό σακουλάκι που είχε χώσει σε μια τσέπη. Μια χούφτα της Κρήτης θα τις συνόδευε και θα τις συντρόφευε στο βασανιστικό τους ταξίδι. Σ’ έναν ξορισμό που δεν είχαν επιλέξει και σε έναν αποχωρισμό που σπάραζε τις καρδιές.»

Αυτοεξορίζονται στιγματισμένες στα Γιάννενα, όπου προσπαθούν να κάνουν μια νέα αρχή με το μυαλό τους πάντα στην πατρίδα τους , την Κρήτη. Ο Αστέριος Σταματάκης καταδικάζεται για τον φόνο του Πέτρου Βρουλάκη σε ποινή κάθειρξης έντεκα ετών.

Το σήμερα, εφτά χρόνια μετά βρίσκει τη Μαρίνα και την Αργυρώ στα Γιάννενα. Η Μαρίνα ενημερώνεται από τους γιατρούς ότι η κόρη της πάσχει από οξεία νεφρική ανεπάρκεια και πρέπει να υποβληθεί σε μεταμόσχευση. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της τον Αστέριο. Είναι πεπεισμένη ότι βρίσκεται στα Γιάννενα γιατί τις ψάχνει. Η Αργυρώ ερωτεύεται για πρώτη φορά έναν νεαρό, τον Μιχάλη που της στέκεται σαν βράχος στο πρόβλημα της υγείας της. Το μυστικό αποκαλύπτεται ύστερα από τόσα χρόνια. Ο Πέτρος Βρουλάκης δεν ήταν ο φονιάς των γονιών του Νικηφόρου. Ο άνθρωπος που του στέρησε τους γονείς του ήταν ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε, ο Μαθιός. Αιτία; Ο κρυφός του έρωτας για τη μητέρα του Νικηφόρου, τη Βασιλική.

«Αγαπούσε τη μάνα σου. Γι’ αυτό, είπε ο Αστέριος.»

Ο Αστέριος ζητάει τον πολυπόθητο σασμό από την Μαρίνα, πρέπει να τελειώσει το μίσος μια για πάντα. Οι γυναίκες επιστρέφουν στην Κρήτη,η Αργυρώ παντρεύεται τον Μιχάλη και όλοι μαζί ζούνε μονιασμένοι. Η βεντέτα έληξε.

Ο σασμός πέτυχε.

«Δεν πρέπει να αρνηθείς, μάνα. Δεν έχεις το δικαίωμα. Θα με βρεις κι εμένα απέναντι σου, γιατί στα μάτια μου δε θα έχεις καμία διαφορά απ’όλους που δεν έκαναν το βήμα και δε συγχώρεσαν. Κι εγώ να το ξέρεις, δε θέλω να είμαι ίδια με κανέναν απ’αυτούς τους δειλούς.»

Κριτική ματιά στο έργο

«Σασμός» ο τίτλος του, μια λέξη που ορισμένοι τη βλέπουν πρώτη φορά και φυσικά κινεί αμέσως την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Η συγκεκριμένη λέξη είναι για τους Κρητικούς μια λέξη με βαθύτερο νόημα αφού σε αυτούς φέρνει λύτρωση και σηματοδοτεί το τέλος μιας βεντέτας.

ΣΑΣΜΟΣ… Φυλακή ή ελευθερία; Είναι το τέλος της θλίψης, των ενοχών και του φόβου και η αρχή της ελπίδας και κυρίως της συγχώρεσης, του μονοιάσματος.

Σασμός είναι το αντίδοτο της βεντέτας. Η αποδοχή της λήξης των οικογενειακών διαφορών. Είναι η συμφιλίωση που τα αντίπαλα μέρη συναποφασίζουν ώστε να δώσουν τέλος σε έναν ατέρμονο κύκλο βιαιότητας. Ο σασμός απαιτεί υπερβάσεις και σεβασμό στα συμφωνηθέντα. Όπως λέει σε ένα σημείο η Αργυρώ, αν δεχτούμε ότι η βεντέτα καταστρέφει τα πάντα, όταν έρθει ο περιβόητος Σασμός όλα διορθώνονται, όλα φτιάχνονται από την αρχή.

Ήθη και έθιμα ενός τόπου που δίκαια του προσδίδεται ο τίτλος «λεβεντογέννα», αλλά και που πολλές φορές αυτά τα έθιμα ή αυτές οι αξίες, δείχνουν το σκληρό τους πρόσωπο.

Στην Κρήτη έχουν έναν κώδικα ηθικής και δικαιοσύνης που μόνο εκεί μπορούν να εξηγηθούν και θαρρούν ότι η τιμή καθαρίζει μόνο με αίμα.

Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο λυρισμό και με έντονα στοιχεία αρχαίας τραγωδίας. Ένα οδοιπορικό στην Κρητική κουλτούρα και λεβεντιά. Ένα κείμενο ζωντανό και γεμάτο από την Κρητική ντοπιολαλιά.

Υπάρχουν λαογραφικά στοιχεία για τα ήθη και τα έθιμα της Κρήτης, η ντοπιολαλιά της, ο ηθικός κώδικας του νησιού που τηρείται έως και σήμερα.

Ένα άκρως συναισθηματικό βιβλίο γεμάτο υπέροχους χαρακτήρες με μεγαλείο ψυχής που δεν διστάζουν να αφήσουν στην άκρη τον πόνο και να φέρουν την πολυπόθητη συμφιλίωση, τον Σασμό. Δίνουν ένα τέλος στον πόνο και στην θλίψη και φέρνουν στις ψυχές τους την ελπίδα και την λύτρωση. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ήρωες αυθεντικοί και οικείοι.

Καθώς το δράμα στις ζωές των ηρώων κορυφώνεται, ο αναγνώστης ζει έντονα βήμα-βήμα, την κάθε τους στιγμή. Βιώνει δίπλα τους την αγωνία, τους φόβους, την απόγνωση τους. Συμπάσχει και πορεύεται μαζί τους, τον δρόμο  προς την πολυπόθητη λύτρωση.

Γιατί πόσο πιο ανάλαφρη είναι η ψυχή μας, η καρδιά μας, όταν το μόνο που νιώθει είναι αγάπη;

Πρόκειται για ένα βαθιά τρυφερό, συναισθηματικό και συνάμα δίκαιο ανάγνωσμα . Ένας ύμνος για την ανθρωπιά, την δικαιοσύνη και την αγάπη της μάνας..

Ο «Σασμός» μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσο απέχει η αγάπη από το μίσος. Πόσο λεπτή είναι η γραμμή που τις χωρίζει; Πόσο εύκολα ο άνθρωπος περνάει από το ένα συναίσθημα στο άλλο; Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το μόνο κοινό που έχουν είναι η ένταση και η δύναμη. Και όταν υπερισχύσει η αγάπη, η καρδιά μας αποκτά φτερά και νιώθει ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα.

Ο Σασμός δηλώνει την ειρήνη, την ευχή να τελειώσουν όλα κι όσοι μείνουν να κλάψουν τις απώλειες και να βρουν έναν δρόμο να συνεχίσουν τη ζωή.

Πρόκειται για ένα βαθιά κοινωνικό βιβλίο, με αστυνομικές πινελιές, κινηματογραφική δράση και  δυνατές σκηνές.

Ένα μυθιστόρημα πολυπρόσωπο, ανάγλυφο, σκληρό που ξεδιπλώνει χαρακτήρες και συναισθήματα ,που φέρνει αρώματα , ήχους και γεύσεις της Κρήτης , που αναλύει με επιτυχία τον ψυχισμό ανθρώπων και μας ταξιδεύει σε χρόνια περασμένα.

Η περιγραφή του συγγραφέα είναι χαρισματική. Μας μιλάει για τις χαράδρες, τους κάμπους, τα όρη, τη θάλασσα της Κρήτης, ακόμα και για το πώς ένιωσε ο ίδιος όταν είδε για πρώτη φορά αυτά τα τοπία. Όλα αυτά που σφυρηλατούν τον κρητικό χαρακτήρα και που δίνουν, μέσα από την αγριάδα του τοπίου, την αστείρευτη ομορφιά του νησιού! Ένα πραγματικό οδοιπορικό στην κρητική κουλτούρα με ντοπιολαλιές, συνήθειες και τρόπο ζωής που καθιστά το κείμενο ακόμα πιο άμεσο.

Μέσα από χρονικές ανακατατάξεις, πισωγυρίσματα, αναφορές στο παρελθόν, κρατάει τον αναγνώστη σε απίστευτη αγωνία και περιέργεια.

Εικόνες σκληρές κάποιες φορές, αλλά και άκρως συγκινητικές κάποιες άλλες, δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να «αναπαυθεί» στη σκέψη. Οι συγκρούσεις της λογικής και της ψυχής βρίσκονται σε έναν ατέλειωτο αγώνα δρόμου.

Άλλο αξιόλογο στοιχείο της μυθοπλασίας είναι ότι ο συγγραφέας πολύ συχνά χρησιμοποιεί την Κρητική διάλεκτο πράγμα που κάνει πιο πειστικούς τους διαλόγους και πιο ζωντανή την αναπαράσταση. Σχεδόν ακούμε τους χαρακτήρες να μιλούν στη φυσική τους γλώσσα με τον ρυθμό και την ταχύτητα της διαλέκτου.

Ο Σασμός είναι ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα.

Μας μυεί στα άδυτα ενός από τα πιο σκληρά έθιμα του τόπου όπου κυριαρχούν η omerta, η αψηφισιά του εγωισμού και ο νόμος του αίματος. Οι τραχείς χαρακτήρες της Μεγαλονήσου διακρίνονται για την ακρότητα στην έκφραση των συναισθημάτων τους και το ασυμβίβαστο ταμπεραμέντο τους.

Ευρηματικό το συγγραφικό τέχνασμα με τα εγκιβωτισμένα αποσπάσματα από την Ερωφίλη του Χορτάτση. Αποτελεί ένα δυνατό σημείο του βιβλίου που δίνει απαντήσεις στον προσεκτικό αναγνώστη και ξεκλειδώνει ερωτηματικά, με τη συμβολική εξιστόρηση της ιστορίας του Πανάρετου και της Ερωφίλης να φωτίζει το άγνωστο παρελθόν και να δίνει ερμηνεία και νόημα στα πραγματικά γεγονότα.

Ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο, η χαρά της οικογενειακής ζωής και η ομόνοια κερδίζουν στο τέλος το Κακό. Κι ο νικητής Σασμός μετατρέπει τη θύελλα σε γιορτή με κρητικές δοξαριές σε ένα τελετουργικό μυστήριο με άρωμα τοπικό από την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα.

Δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν μάθουμε ότι σύντομα το βιβλίο θα γίνει τηλεοπτική σειρά. (επικοινωνία με τον Πετρουλάκη/ είναι ακόμα σε συζήτηση με δυο μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΤΕΤΑΣ

Η βεντέτα είναι λέξη λατινογενής. Προέρχεται από την ιταλική λέξη vendetta που είναι εξέλιξη της  λατινικής vindicta (εκδίκηση) από το ρήμα vindico που σημαίνει διεκδικώ, τιμωρώ,  εκδικούμαι.

Η ανταπόδοση του συμβολικού χρέους, όπως το να ξεπλύνεις με αίμα μία προσβολή ή να πάρεις πίσω το αίμα του σκοτωμένου συγγενή έχει απασχολήσει ανθρωπολόγους, νομικούς, λαογράφους και λογοτέχνες.

Στην αρχαία τραγωδία το χρέος της αντεκδίκησης είναι το επακόλουθο της λατρείας των νεκρών. Οι νεκροί και οι απαιτήσεις τους καθορίζουν το πεπρωμένο των ζωντανών. Χρέος των επόμενων γενεών είναι να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις των νεκρών και να αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, η ιστορία της οικογένειας των Ατρειδών είναι μία αλυσίδα εγκληματιών, μία ιστορία δολοφόνων και δολοφονημένων αρχόντων.

Ο φόνος και η αντεκδίκηση έχουν απασχολήσει αρκετά ξένα αλλά και ελληνικά λογοτεχνικά έργα, όπως το διήγημα «Μια Βεντέτα», γραμμένο το 1883 του Guy de Μaupassant, όπου η γριά χήρα Σαβερίνι αποφασίζει να εκδικηθεί για τον φόνο του γιου της, αφού ο νεκρός δεν άφησε ούτε αδερφό ούτε στενούς συγγενείς και κανέναν άνδρα για να συνεχίσει τη βεντέτα. Ακολουθεί απόσπασμα

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι και στον Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, όπου ο Νουρημπέης μονομαχεί με τον Μανούσακα, έναν αδερφό του καπετάν Μιχάλη, για να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, τον οποίο σκότωσε ο αδερφός τους Κωσταρός πριν από χρόνια, και τελικά τον σκοτώνει. Ακολουθεί απόσπασμα

Η απόφαση για αντεκδικητικό φόνο δεν προκύπτει αυθόρμητα σε όλους τους ανθρώπους. Διαμορφώνεται μόνο σε όσους έχουν γεννηθεί και ζουν σε μία κοινωνία όπου υπάρχει βεντέτα ή επηρεάζονται από αυτήν, και έχουν τόσο γαλουχηθεί με τις αξίες της, ώστε να τις θεωρούν προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Δεν εντοπίζεται μόνο τοπικά αλλά καθορίζεται και κοινωνικά. Η άποψη ότι στην Ελλάδα η βεντέτα χαρακτηρίζει την κρητική και τη μανιάτικη κοινωνία είναι ορθή, κυρίως με την έννοια του χώρου όπου εντοπίζονται οι συνθήκες και οι προυποθέσεις εμφάνισης και διαιώνισης του φαινομένου. Πολλές φορές αναφέρονται περιπτώσεις αντεκδίκησης με πρωταγωνιστές Κρητικούς, οι οποίες έχουν διαπραχθεί έξω από τα όρια της Κρήτης, ιδίως στην Αθήνα. Επίσης, αν και σήμερα δεν αναφέρονται βεντέτες στην περιοχή της Μάνης, είναι γνωστές στα Μανιάτικα του Πειραιά και σε άλλες περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί Μανιάτες. Αλλά και στην ίδια την Κρήτη δεν εμφανίζεται βεντέτα με την ίδια ένταση σε όλη την έκταση του νησιού. Εντοπίζεται ιδιαίτερα στις επαρχίες Σελίνου, Αποκορώνου και Σφακίων του νομού Χανίων, στις ημιορεινές και ορεινές κοινότητες του Ψηλορείτη στον νομό Ρεθύμνης και στις κτηνοτροφικές κοινωνίες του νομού Ηρακλείου.

H βεντέτα αναπαράγεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Στην περίπτωση της Κρήτης, η λαογραφική εκδοχή ιστορικοποιεί τη διένεξη και την ανάγει συχνά σε σύγκρουση μεταξύ αναγνωρίσιμων «εχθρών» (π.χ. Τούρκων και Ελλήνων, δυναστών και καταπιεσμένων).

Σύντομη ιστορική αναδρομή για τη βεντέτα

Το φαινόμενο της εκδίκησης ήταν πολύ συνηθισμένο στην αρχαία Ελλάδα και ο Όμηρος περιγράφει αρκετές περιπτώσεις ηρώων που για να σωθούν από την εκδίκηση των συγγενών του νεκρού, κατέφευγαν και ζητούσαν προστασία και εξαγνισμό σε έναν βασιλιά.

Κατά τη ρωμαική περίοδο, αντεκδικητικοί φόνοι συνέβαιναν συχνά. Από έναν Ρωμαίο αναμενόταν να εκδικηθεί τη βλάβη που υπέστη ο ίδιος ή η οικογένειά του.

Όσον αφορά τη βυζαντινή περίοδο, δεν είναι επιβεβαιωμένη η συστηματική ύπαρξη της βεντέτας. Οι πηγές αναφέρουν κάποια μέτρα με κυριότερα την επιβολή της ποινής του δράστη του φόνου, ή τη χρηματική ή σε είδος αποζημίωση των συγγενών του θύματος, που απέβλεπαν στην αποτροπή της αντεκδίκησης.

Στη μεσαιωνική κοινωνία η βεντέτα αποτελούσε έναν τρόπο διευθέτησης των συγκρούσεων. Αίτια και αφορμές, όπως η αμφισβήτηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή πράξεις προσβολής της τιμής μπορούσαν να καταλήξουν σε φόνο. Η συλλογική ευθύνη που προκύπτει από την ηθική υποχρέωση των αιματοσυγγενών του νεκρού να εκδικηθούν τον θάνατό του ήταν η επονομαζόμενη faide και στη μεσαιωνική λογοτεχνία είναι συχνές οι αναφορές σε φόνους για την προστασία της τιμής, οι οποίοι με τη σειρά τους ανοίγουν μακροχρόνιες βεντέτες μεταξύ ιπποτικών γενών. Ο κόσμος των μεσαιωνικών ισλανδικών επών, των saga, εξιστορούν έναν πολιτισμό που κατεξοχήν βασίζεται στην τιμή.

Στη σύγχρονη εποχή οι ανθρωπολόγοι καταλήγουν ότι η βεντέτα αποτελεί ένα εθιμικά ρυθμιζόμενο και αποδεκτό τρόπο απόδοσης δικαίου λόγω έλλειψης ενός αναπτυγμένου νομικού συστήματος. Ωστόσο, ακόμα και στις σύγχρονες πολιτειακά χώρες η βεντέτα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει κάποιες τοπικές κοινωνίες, γιατί βεντέτα και θεσπισμένο δίκαιο δε συνδέονται μεταξύ τους αλλά πρόκειται για δυο διαφορετικά συστήματα απονομής δικαίου.

ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΕ ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΕ ΕΥΡΩΠΗ

Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν πολλές μελέτες με θέμα τη βεντέτα στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και του αραβικού κόσμου το ανθρωπολογικό ενδιαφέρον για το φαινόμενο αυξάνεται κυρίως από τα μέσα του 1960 όταν η τιμή και η ντροπή αποτελούν αντικείμενο έρευνας ως συστατικά στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης πολλών κοινωνιών της περιοχής.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η βεντέτα υπήρξε αντικείμενο μελέτης για τους Βλάχους του Πωγωνίου της Ηπείρου, μια μελέτη του Αλεξάκη, για τη Μάνη- μελέτη του Κατσίκαρου (θα αναφερθούμε διεξοδικά στη συγκεκριμένη μελέτη και αργότερα), για τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου του Herzfeld, για την Κρήτη, μια μελέτη του Αστρινάκη και φυσικά η μελέτη του Άρη Τσαντηρόπουλου με τον οποίο επικοινωνήσαμε και μας υπέδειξε το βιβλίο του «Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή Κρήτη».

Οι πληθυσμοί γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, από τη νότια Πορτογαλία μέχρι την Τουρκία και από τη νότια Γαλλία μέχρι τη βόρεια Αφρική έχουν ένα έντονο ενδιαφέρον για την υπόληψή τους, το οποίο εκφράζεται με δυαδικό αξιακό σύστημα: την τιμή και την ντροπή.

Σχετικά με τις κοινωνίες του ευρωπαικού χώρου οι ανθρωπολόγοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε αγροτικές μικροκοινωνίες. Μελέτες για τους ποιμένες των Σαρακατσάνων της Ηπείρου και τους κατοίκους ενός χωριού της Ανδαλουσίας στη νότια Ισπανία καταλήγουν πως η τιμή και η ντροπή κατέχουν εξέχουσα θέση στο αξιακό σύστημα των λαών της Μεσογείου προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά τους. Η ένταξη του ατόμου στην κοινότητα καθορίζεται από την αποδοχή και την προσκόλληση του σε αυτές τις αξίες. Η τιμή αποτελεί μία αξία κοινωνικού γοήτρου και η διατήρηση ή επαύξησή της εξαρτάται στενά από τον αγώνα του ατόμου για τη δημόσια αναγνώρισή της. Περιέχει τον πλούτο, την καταγωγή, το φυσικό σθένος και την ανδρεία, την αρμόζουσα και κοινωνικά αποδεκτή έκφραση της σεξουαλικότητας. Επιπλέον, το άτομο με τις πράξεις του έχει καθήκον να διαφυλάττει και την τιμή των συγγενών του. Ο αγωνιστικός χαρακτήρας της αξίας της τιμής έχει ως επακόλουθο αυτή να βρίσκεται σε μία κατάσταση διαρκών προκλήσεων και ανταγωνισμών, οι οποίες εκδηλώνονται με λέξεις, χειρονομίες ή ακόμα και με βεντέτα. Η σύνδεση της βεντέτας με την αξία της τιμής δίνει στην αντεκδικητική πράξη το περιεχόμενο ενός καθήκοντος του ατόμου να τιμά τον εαυτό του, όσους τον υπολήπτονται και, πάνω απ’όλα, την οικογένειά του.

Οι μουσουλμανικές κοινωνίες

Οι ανθρωπολόγοι που έχουν μελετήσει τις μουσουλμανικές κοινωνίες αναφέρονται στον φόνο που διαπράττει ένας άνδρας επειδή κάποιος προσέβαλε την τιμή του. Σε αυτή την περίπτωση οι αιματοσυγγενείς του θύματος επιδιώκουν, για αντεκδίκηση, να θανατώσουν τον δράστη ή έναν στενό αιματοσυγγενή του.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Swat Pathans, ενός μουσουλμανικού πληθυσμού στα βορειοδυτικά σύνορα του σημερινού Πακιστάν. Πρόκειται για μία κοινωνία οργανωμένη σε κάστες, ωστόσο όλα τα άτομα μιας ανώτερης κάστας δεν έχουν την ίδια πολιτική ισχύ. Η τιμή, izat όπως ονομάζεται, είναι μία αξία αναγκαία για την πολιτική ισχύ, δηλαδή την ύπαρξη ενός κύκλου υποστηρικτών-οπαδών, οι οποίοι θα υποστηρίξουν τον ανώτερο άνδρα στις δύσκολες καταστάσεις, όπως διαμάχες, προσπάθειες σφετερισμού γης κτλ. Αντεκδικήσεις για την προστασία της τιμής θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτοί τρόποι αντίδρασης. Σε μικρότερης βαρύτητας προσβολές, οι τρόποι εκδίκησης μπορεί να είναι λιγότερο επώδυνοι, όπως ο τραυματισμός, η ομηρία ή η καταστροφή της περιουσίας του αντιπάλου. Η εκδίκηση με φόνο, badel όπως λέγεται, μπορεί να συμβεί αλλά σε περιπτώσεις, όπως ο ανεκδίκητος φόνος, η μοιχεία που γίνεται αντικείμενο κουτσομπολιού, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη προσβλητική πράξη. Όταν διαπραχθεί φόνος, δημιουργείται μια σύγκρουση μεταξύ των δύο ομάδων αιματοσυγγενών, που ονομάζεται pokhto και είναι η βεντέτα στη συγκεκριμένη κοινωνία. Η ειρήνευση από τη βεντέτα και η επίλυση των συγκρούσεων ανατίθεται στους αγίους, πρόσωπα υψηλού κοινωνικού κύρους. Οι ικανότητες του αγίου, η μεγαλοψυχία της πλευράς του θύματος και τα οφέλη που υπολογίζει ότι θα έχει από την ειρήνευση είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία της ειρήνευσης.

Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟ

Εκτεταμένες αναφορές για την ύπαρξη βεντέτας γίνονται στη βόρεια Αλβανία και το Μαυροβούνιο.

Στο βόρειο τμήμα της Αλβανίας, όπου κατοικούν οι Γκέγκηδες (Chegs), μία από τις εθνοτικές ομάδες της σημερινής Αλβανίας, η ύπαρξη της βεντέτας είναι έντονη και συνδέεται με την ισχυρή αίσθηση της αξίας της τιμής, τόσο της προσωπικής όσο και της γενεαλογικής ομάδας. Μία ασήμαντη αφορμή, όπως μία λεκτική διαφωνία, δικαιώματα χρήσης βοσκοτόπων κτλ, μπορεί να οδηγήσει σε φόνο και σε μία σειρά αντεκδικήσεων που θα συνεχιστούν για πολλά χρόνια, εμπλέκοντας και τις επόμενες γενιές. Το κύριο χαρακτηριστικό της αλβανικής βεντέτας είναι ο αυστηρός καθορισμός της από το έθιμο, τον kanun, που είναι το σύνολο των εθιμικών κανόνων σύμφωνα με τους οποίους οργανώνεται η κοινωνία τους.

Όπως και στη βόρεια Αλβανία, στην περίπτωση της κοινωνίας του Μοντενέγκρο, ενός σλαβόφωνου πληθυσμού που κατοικεί στο σημερινό Μαυροβούνιο οι αναφορές των περιηγητών του 19ου αιώνα δείχνουν ότι η βεντέτα αποτελεί έναν τρόπο επίλυσης προβλημάτων σε κοινωνίες χωρίς κεντρική πολιτική εξουσία. Ο αντεκδικητικός φόνος είναι μια πράξη βίας οριοθετημένη αυστηρά από κανόνες που ελέγχουν τη σύγκρουση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων ομάδων, ώστε να μη λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

ΒΕΝΤΕΤΑ ΕΝ ΜΑΝΗ

Στα πλαίσια της έρευνάς μας για τη μανιάτικη βεντέτα απευθυνθήκαμε στο Κέντρο Πολιτισμού Δήμου Ανατολικής Μάνης το οποίο εδρεύει στο Γύθειο. Η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης μας πρότεινε το αξιόλογο και συλλεκτικό βιβλίο ‘Η Βεντέτα εν Μάνη’ του διακεκριμένου Μανιάτη επιστήμονα Νίκου Κατσικάρου.

Η έρευνα ξεκινάει με τον ορισμό της βεντέτας λέγοντας ότι αποτελεί την κληρονομική προδιάθεση και την ψυχολογική κοινωνική εκδήλωση που ανάγεται στο πλαίσιο των Ηθών και των Εθίμων, των άγραφων νόμων που για τους Μανιάτες είναι ισχυρότεροι από τους γραπτούς. Η βεντέτα αποτελεί ένα σκληρό έθιμο το οποίο έχει να μας δείξει η Παγκόσμια Ηθογραφία. Σύμφωνα με το βιβλίο, στη Μάνη το έθιμο του γδικιωμού είχε έντονη παρουσία γιατί είχε κώδικες τιμής πολύ ισχυρούς και τελετουργικό περίπλοκο. Ο γδικιωμός ήταν κληρονομικός αλλά και απαιτητός από την οικογένεια του θύματος. Αιτία της βεντέτας ήταν σχεδόν πάντα οι διαφορές ανάμεσα στα μέλη δύο οικογενειών ή μερικές φορές ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας για κτήματα, ζώα και γυναίκες.

Διαβάζοντας αναλυτικά το βιβλίο, καταλήξαμε στα κυριότερα αίτια της εκδήλωσης και της διατήρησης της Βεντέτας.

Ξεκινάμε από το φυσικό περιβάλλον που αποτελεί και τον πρωταρχικό λόγο και διακρίνεται από το έδαφος και το κλίμα. Το έδαφος της Μάνης είναι πετρώδες και άγονο. Τα προϊόντα της γης είναι τόσο ευπαθή όσο και η ψυχολογία των κατοίκων. Το κλίμα της Μάνης θεωρείται έμμεσος συντελεστής στη διάπραξη ενός εγκλήματος και συγκεκριμένα το ασταθές κλίμα σε πολλά σημεία στη Μάνη θεωρείται και αιτία της εκδήλωσης της Βεντέτας.

Συνεχίζουμε με το κοινωνικό περιβάλλον και συγκεκριμένα με τον πατριαρχικό και φεουδαλικό τρόπο ζωής στη Μάνη. Έπειτα, η μακροχρόνια έλλειψη γραπτού ποινικού κώδικα είχε σαν αποτέλεσμα την αυτοδικία των ντόπιων η οποία αρχίζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Τέλος, οι ψυχο-φυσιολογικές αιτίες όπως η κληρονομική προδιάθεση και οι φυλετικές ιδιότητες αποτελούν την τρίτη αιτία εκδήλωσης της βεντέτας σύμφωνα με τον συγγραφέα.

Μας προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση οι σκληροί χαρακτηρισμοί του συγγραφέα για τον Μανιάτη καθώς προβαίνει σε μία σωρεία άγριων χαρακτηρισμών που μας προκάλεσαν έκπληξη και απορία. Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας τον χαρακτηρίζει αποφασιστικό. Ο Μανιάτης έχει αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό το συναίσθημα της φιλοξενίας και της ευγνωμοσύνης. Κύριο χαρακτηριστικό του, σύμφωνα με τον ιστορικό αποτελεί η υπερβολική του φιλοδοξία εξαιτίας του παθολογικού του εγωισμού και η εμμονή του στην καταδίωξη της κλοπής την οποία και θεωρεί μεγάλη προσβολή.

Σύμφωνα με την έρευνά μας, τη βεντέτα την εμψυχώνει κυρίως η μάνα, η πηγή αυτού του δηλητηρίου. Τη διατηρεί με τα ‘σιγο-μουρμουρητά’ της μέσω του θρηνώδους μοιρολογιού της. Η Μανιάτισσα μάνα μεγαλώνει το παιδί της ώστε να είναι ικανό να εκτελέσει το θρησκευτικό του καθήκον, το καθήκον του γδικιωμού. Είναι ολοφάνερη η αγάπη της για τα ‘σερνικά’ από τη στιγμή της γέννησής τους η οποία συνοδευόταν με μεγάλη γιορτή στο σπίτι μέχρι και την ώρα που θα διαπράξουν τον φόνο.

Στη Μάνη, την υποχρέωση του γδικιωμού για τον σκοτωμένο πατέρα την κληρονομούσε μόνο ο γιος, το σερνικό της οικογένειας.

Στη μανιάτικη βεντέτα, κυριαρχεί η δοξασία ότι η ψυχή του σκοτωμένου πλανάται είτε στα έρημα λαγκάδια είτε στα βουνά της Μάνης και ζητάει αντεκδίκηση. Η αντεκδίκηση αυτή κάνει τον μέλλοντα δράστη της βεντέτας θηρίο ανήμερο, τον υπνωτίζει, τον κάνει τρελό από αυτή την ηδονή. Η ψυχή του νεκρού θα τον στριφογυρίζει μέχρι να τον τρελάνει.

Όταν ο δράστης πράξει το έγκλημα, κατεβάζει το ντουφέκι του και κάνει τον σταυρό του έτσι η ψυχή πια του νεκρού ηρεμεί και αναπαύεται. Σε όποιον νεκρό δεν είχαν πάρει εκδίκηση έμενε ‘ Αγδίκιωτος’. Αυτό σημαίνει ότι το αίμα του αγδίκιωτου νεκρού ζητούσε εκδίκηση και όσο αυτή δε δινόταν οι Μανιάτες θεωρούσαν ότι ο νεκρός δεν ησύχαζε.

Η έρευνα του Κατσίκαρου συνεχίζεται με την πεποίθησή του ότι η εκδίκηση ως πρωταρχική αιτία ξεκινάει με την ιδέα του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης στο περιορισμένο γεωγραφικό περιβάλλον της Μάνης.

Σκοπός της είναι η ικανοποίηση της οικογένειας του προσβληθέντος. Ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας. Την τιμωρία στη Μάνη αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο μεταξύ των αντρών φυσικά, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης αλλά και άλλο μέλος της αντίπαλης οικογένειας. Σε αντίθεση με την Κρήτη όπου η απουσία των γυναικών στα οικογενειακά συμβούλια και η περιορισμένη παρουσία τους στον χώρο του δημόσιου δε σημαίνει ότι δεν έχουν τον δικό τους λόγο.

Εκεί, αποφάσιζαν ποιος θα ήταν ο ‘βγάλτος’ δηλαδή αυτός που θα λάμβανε το αίμα πίσω του νεκρού και επίσης με ποιον τρόπο θα γινόταν το φονικό. Ο φόνος γινόταν με ξαφνική επίθεση στο σπίτι του θύματος ή με χωσιά ενέδρα δηλαδή που επιτρεπόταν μόνο στη Μάνη λόγω των ισχυρών μέτρων προφύλαξης.

Η αντεκδίκηση στη Μάνη έφτασε στο μάξιμουμ όταν οι Βενετοί εγκατέλειψαν τον τόπο αλλά εννοείται ότι και η παρουσία των Τούρκων είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια του μίσους και του φθόνου των Μανιατών.

Χαρακτηριστική έκφραση που χρησιμοποιείται και στις μέρες μας: 

Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαράς του που την έχει.

Όταν, στο τέλος πια μετά από τον ξεκληρισμό ολόκληρων οικογενειών ερχόταν το λεγόμενο ‘ψυχικό’, η μεγαλειώδης αυτή πράξη που έκανε τους άσπονδους εχθρούς, εγκάρδιους φίλους, ψυχαδερφούς σήμαινε το τέλος της βεντέτας. Μιλάμε πια για ‘σάξη’.

ΒΕΝΤΕΤΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ο νόμος της ανταπόδοσης εκδηλώνεται ήδη από τη Μινωική εποχή. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αναφέρει ως εισηγητή του «Δικαίου της ανταπόδοσης» τον μυθικό Ραδάμανθυ. ( γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα). Στην εισήγηση του παρουσιάζεται να υποστηρίζει ότι «ει και πάθοι τα τ’ ερεξε, δίκη κ’ ιθεία γένοιτ» (μόνο σαν πάθει ό,τι έκανε, δίκη σωστή θα γίνει). Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η βεντέτα για την Κρήτη είναι ένας πανάρχαια εθιμικά θεσπισμένος τρόπος δικαιοσύνης ενός περήφανου λαού, που στο σήμερα αποτελεί κακή συνήθεια ή και αδίκημα υπό τη νομική της μορφή. Ρίζωσε καλά στα εδάφη της μεγαλονήσου μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, γράφοντας πολλές μαύρες σελίδες στην ιστορία του νησιού.

Στην ουσία της η βεντέτα είναι μια τάση επικράτησης της αυτοδικίας έναντι του νόμου. Ένας κοινωνικός κώδικας, ο οποίος στοιχειοθετείται από τις έννοιες της τιμής και της προστασίας. Μην ξεχνάμε ότι βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας των Κρητικών είναι η τιμή, η ανδρεία και η παλικαριά.

Στην κρητική βεντέτα, τα αδικήματα ζωοκλοπής, φόνων, απαγωγών γυναικών που διαπράττονταν για λόγους αντεκδίκησης, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της.

Στους πρόποδες του Ψηλορείτη και συγκεκριμένα στα χωριά των Ανωγείων, των Λιβαδίων και των Ζωνιανών καθώς επίσης και στα Σφακιά, η έννοια της βεντέτας ή αλλιώς αποκαλούμενη με τον όρο «οικογενειακά ζητήματα» δεν εμμένει μόνο στις οικογενειακές συγκρούσεις αλλά προσδιορίζει μια ολόκληρη κοινωνία. Οι κοινότητες αυτές χαρακτηρίζονται από την έντονη εσωστρέφειά τους και την ιδεολογία τους, όπως και από την απομάκρυνση και απομόνωσή τους από τα μεγάλα αστικά κέντρα του Ρεθύμνου, του Ηρακλείου και την πόλη των Χανιών. Η οργάνωσή τους στηρίζεται αποκλειστικά στην εσωτερική επικοινωνία. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων επεκτάθηκε όχι μόνο σε βοσκοτόπους αλλά και σε τουριστικές επιχειρήσεις ακολουθώντας το ρεύμα της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της Κρήτης.

Οι κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων διαμορφώνονται με κύρια στοιχεία την κτηνοτροφία, την ανταλλαγή υλικών για την κάλυψη αναγκών των κατοίκων της περιοχής και την εξυπηρέτηση συμφερόντων πολιτικής και κρατικής ηγεσίας. Ειδικότερα, οι σχέσεις των ντόπιων με πρόσωπα από τον πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο αποτελούν τη βάση του πελατειακού συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσουν σημαντικές διασυνδέσεις ανάμεσα στις τοπικές κοινότητες και στους φορείς της πολιτικής εξουσίας.

Διαπιστώνουμε επίσης, πως οι σχέσεις αίματος εξ΄ αγχιστείας και οι συντεκνίες καθορίζουν την ιεραρχική βάση του ατόμου με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται οι επαφές του από γεγονότα που έχουν προκύψει, όπως αλληλοβοήθειες, συνεργασίες και κάθε είδους συμμαχίες. Η αποκαλούμενη κουμπαριά ή συντεκνιά προσδίδει στο άτομο κοινωνική ισχύ, νοώντας ευρύ κύκλο γνωριμιών.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε δύο παραδείγματα από βεντέτες, μια παλαιότερη και μια σύγχρονη

Η βεντέτα που συνέβη τον περασμένο Μάιο στα Ανώγεια όπου μία λογομαχία κατέληξε στην ανθρωποκτονία δύο ανθρώπων, του Λευτέρη Καλομοίρη και του Γιώργου Ξυλούρη. Αίσθηση προκάλεσε η δήλωση της κόρης του Καλομοίρη που μαζί με τον πατέρα της αποχαιρέτησε και

ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ στη βεντέτα στην Κρήτη

Σημαντικό αποτελεί το ερώτημα γιατί δεν εμπλέκονται άμεσα οι γυναίκες στα φονικά. Ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν πειράζουν τις γυναίκες είναι ότι ο θάνατος γυναίκας για λόγους αντεκδίκησης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη ότι πρόκειται για πράξη που απώτερο στόχο έχει το θάνατο του καλύτερου ή του πιο δυνατού. Ακόμα και η γυναίκα να πραγματοποιούσε εγκληματική πράξη, δεν αποτελούσε το έγκλημα αφορμή για οικογενειακές αντεκδικήσεις. Επιπλέον, η γυναίκα και μετά τον γάμο της, εξακολουθεί στο αίμα να ανήκει στη δική της συγγενική ομάδα καταγωγής και να δέχεται ισχυρές επιρροές που μπορεί να μεταφέρει στη μετέπειτα οικογένειά της. Οι γυναίκες δε θα μπορούσαν να είναι αμέτοχες. Εμφανίζονται δίπλα στον άντρα-εκδικητή άλλοτε παρακινώντας τον άμεσα και φορτικά να εκπληρώσει το χρέος της αντεκδίκησης και άλλοτε υποβάλλοντάς του την ιδέα. Ο λόγος της αποκτά ισχύ λόγω της θέσης της κυρίως ως μάνας και λιγότερο ως συζύγου. Έτσι, με την ιδιότητα ως μάνα, ζητά από τον γιο της να εκδικηθεί αυτόν που την άφησε χήρα ενώ με την ιδιότητά της ως σύζυγος, ζητά από τον άνδρα της να πάρει εκδίκηση. Επικρατεί η αντίληψη ότι στα οικογενειακά η γυναίκα συχνά υποκινεί ή παρακινεί τον δράστη και λένε ότι αυτή βάζει τη φωτιά.

Επίσης, η γυναίκα-σύζυγος ασκεί σημαντικές εξουσίες στον χώρο του σπιτιού. Μην ξεχνάμε ότι ο συγκεκριμένος χώρος είναι κατεξοχήν γυναικείος επομένως αποκτούν ισχύ, ιδιαίτερα σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών. Η αντίληψη ότι το παιδί μέχρι την εφηβεία του ανήκει στο γυναικείο χώρο φαίνεται και από τον τρόπο προσφώνησής του. Ο όρος ‘κοπέλι’ αποτελεί μια ουδέτερη εκδοχή του θηλυκού κοπέλα. Όμως το κοπέλι ζει και ανατρέφεται κατά κύριο λόγο από τη μάνα η οποία του αναθέτει τους μελλοντικούς του ρόλους και τις αξίες της κοινωνίας που μεγαλώνει. Από τη θέση αυτή η γυναίκα-μάνα μπορεί να παροτρύνει ή και να πιέσει τον άνδρα είτε είναι σύζυγος είτε γιος να αντεκδικηθεί, καθώς και η ίδια έχει γεννηθεί και ζει σε μία κοινωνία βεντέτας με βαθιά ριζωμένη την αντίληψη της ανταπόδοσης.

Επίσης, σημαντικό είναι και το θέμα της επιγαμίας που πραγματοποιείται όταν ανοίξουν τα οικογενειακά και διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι η ‘ανταλλαγή γυναικών’ μεταξύ των δύο αντίπαλων οικογενειών, όπου συγκεκριμένα κάποιο γυναικείο μέλος από την οικογένεια του θύτη προς την οικογένεια του θύματος και η δεύτερη αποτελεί τη σύναψη αγχιστειακών σχέσεων με άτομα που μπορεί στο όνομα να φαίνεται ότι ανήκουν σε τρίτες οικογένειες, έχουν όμως ταυτόχρονα στενή συγγένεια και με την αντίπαλη οικογένεια. Η σύναψη επιγαμιών με την αντίπαλη οικογένεια θεωρείται ο πιο αποτελεσματικός τρόπος άμβλυνσης της σύγκρουσης δεν εγγυάται όμως την επίτευξη μιας συμφωνίας ειρήνης και παντοτινής φιλίας. Η επιγαμία ενέχει μια σημαντική αντίφαση. Από τη μία, δίνεται νύφη από τους άνδρες μιας οικογένειας για να σταματήσει η βία. Από την άλλη όμως, ως σύζυγος είναι αναγκασμένη να συμβιώνει καθημερινά με τους συγγενείς του θύτη.

Τα οικογενειακά και άλλες μορφές συγκρούσεων στην Κρήτη

Οι διαμάχες και οι προστριβές που μπορούν να χωρίσουν 2 ομάδες αιματοσυγγενών περιγράφονται με τους ντόπιους όρους: λογοφέρω, έχω διαφορές, έγινε επεισόδιο όμως, μόνο ‘τα οικογενειακά’ και ‘ο πόλεμος’ αναφέρονται στη βεντέτα. Για παράδειγμα, για να ανοίξει ένα οικογενειακό αρκεί μια άρνηση γάμου η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εκούσια ή ακούσια απαγωγή γυναίκας.

Οι υπόλοιπες λέξεις περιγράφουν κοινωνικές συγκρούσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε βίαιες συμπεριφορές που εστιάζουν κυρίως σε εκδικήσεις και αντεκδικήσεις.

Εκδικήσεις αποκαλούνται πράξεις ανταπόδοσης μιας υλικής καταστροφής ή σωματικής βλάβης ανάμεσα σε λίγα άτομα ή μικρές ομάδες που έχει ως συνέπεια τη δημιουργία αντιπαλοτήτων. Είναι μία πράξη πρόκλησης ή τιμωρίας. Οι εκδικητικές πράξεις ανήκουν σε 2 κατηγορίες. Η πρώτη λαμβάνει χώρα όταν οι ισορροπίες έχουν διαταραχθεί και οι υπάρχουσες σχέσεις τείνουν να μετατραπούν σε σχέσεις εξουσίας, ενώ η δεύτερη είναι η υπονόμευση του άλλου με πράξεις όπως η παρότρυνση για ζωοκλοπή του αντιπάλου ή οι ρουφιανιές.

‘Οταν χρησιμοποιείται ο όρος ‘οικογενειακά’ σημαίνει ότι υπάρχει ήδη ένας νεκρός και σύντομα θα ακολουθήσει και αντεκδικητικός φόνος ή ότι οι σχέσεις μεταξύ των οικογενειών είναι ήδη τεταμένες.

Ο μεγάλος αριθμός των άμεσα ή έμμεσα εμπλεκομένων ατόμων διαφοροποιεί ‘τα οικογενειακά’ από ΄την εκδίκηση. Η δεύτερη έχει έναν πολύ πιο εξατομικευμένο χαρακτήρα καθώς οι εμπλεκόμενοι είναι λίγοι.

Επίσης, μία ακόμη διαφοροποίηση είναι ότι «η εκδίκηση» χαρακτηρίζεται ως πράξη ή δράση, ενώ ‘τα οικογενειακά’ ως κοινωνικές σχέσεις.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως όταν η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου συχνά ολόκληρη η οικογένεια του θύτη μετοικεί από το εμπλεκόμενο μέρος, κίνηση που λειτουργεί κυρίως εκτονωτικά στην άμεση επέκταση της βίας.

Όταν μια οικογένεια είναι αναγκασμένη να αφήσει το σπιτικό της και να ξεπουλήσει τα υπάρχοντά της λόγω της βεντέτας, τότε συχνά προχωρά και στην αλλαγή του οικογενειακού τους ονόματος.

Σασμός-Συμβιβασμός

Ο σασμός είναι η διαδικασία εξομάλυνσης των διαφορών δύο ατόμων ύστερα από μία βίαιη σύγκρουση και έχει σκοπό να αποφευχθεί η περαιτέρω βία μέσω αντεκδικητικών πράξεων.

Στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, τα αρχεία δείχνουν ότι η συμφιλίωση 2 γενεών που είχε δημιουργηθεί μίσος λόγω φόνου κατέληγε σε έγγραφη συμφωνία ενώπιον κάποιου νοτάριου-συμβολαιογράφου, δηλαδή αποτελούσε μια γραπτή δήλωση της λήξης των εχθροπραξιών.

Τα έγγραφα αυτά συντάσσονταν με πρωτοβουλία του θύτη και του θύματος ,μεσολαβητών και μαρτύρων και αναφέρονταν σε αδικήματα όπως: βεντέτες, βιασμούς, φιλονικίες και κλοπές.

Οι συμβιβαστικοί όροι σφραγίζονταν συχνά και από χρηματική αποζημίωση. Προγενέστερο κατά έναν περίπου αιώνα ήταν ‘το έγγραφο της συμφιλίωσης οικογενειών’.

Στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη, ο σασμός είναι μία διαδικασία προσωπικών διαπραγματεύσεων που ακολουθεί αμέσως μετά το ξέσπασμα μιας βίαιης πράξης όπως: πυροβολισμού, θανάτωσης ζώων, ξυλοδαρμού και τραυματισμού και αποσκοπεί να πείσει τους αντιπάλους για αποκλιμάκωση της βίας.

Δράστης και κυρίως το θύμα, δεν αποζητούν φανερά την επίλυση των διαφορών. Όμως, δέχονται ισχυρές πιέσεις από τους συγγενείς και το περιβάλλον τους για να ‘τα σιάξουνε’ ή ‘να μπουν στον σασμό’ όπως λένε και οι ντόπιοι.

Οι μεσίτες-μεσολαβητές, οι οποίοι είναι πρόσωπα σεβαστά και η θέση τους οφείλεται στον σεβασμό και όχι στην ισχύ που συναρτάται με την άσκηση εξουσίας, κρατούν μια ουδέτερη στάση και επιδιώκουν να θεωρηθεί η σύγκρουση ως ένα τυχαίο περιστατικό. Ο σασμός ακολουθεί το εξής εθιμοτυπικό:

Γίνονται επισκέψεις στα σπίτια του θύτη και του θύματος, ακολουθούν ιδιωτικές κουβέντες και ξεκινούν οι προσπάθειες της πειθούς ώστε να μπουν στη διαδικασία του σασμού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μέσω του σασμού κρίνεται και η κοινωνική ισχύς των ίδιων των μεσάζοντων, εάν δηλαδή μπορούν να ασκήσουν επιρροή και να τους εξαναγκάσουν να μπουν στον σασμό.

Αρχικά, οι 2 εμπλεκόμενοι και μόνο λόγω του εγωισμού τους δείχνουν να μην αποδέχονται εύκολα τη μεσολάβηση, με το θύμα να έχει περισσότερες αντιστάσεις . Όμως, το σίγουρο είναι πως όταν ξεκινήσει η διαδικασία του σασμού η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο την πειθώ αλλά και απειλές ,είναι δύσκολο να σταματήσει.

Εφόσον, έχουν δεχτεί και οι 2 πλευρές να μπουν στον σασμό επιλέγεται ένα τρίτο σπίτι ως χώρος συνάντησης ώστε να είναι και ουδέτερο το περιβάλλον. Εκεί μαζεύονται ο δράστης και το θύμα, οι μεσίτες, οι πιο στενοί συγγενείς και τέλος οι σύντεκνοι και κουμπάροι και από τις 2 πλευρές. Η πρώτη επαφή ξεκινάει με το τσούγκρισμα των ποτηριών και την λέξη ‘εβίβα’ ,όμως ο δράστης και το θύμα αποφεύγουν να αλληλοκοιταχτούν.

Τα επιχειρήματα για την επίτευξη του συμβιβασμού επικεντρώνονται στην προσπάθεια να αποδοθεί το γεγονός στην κακιά στιγμή ή σε μεμονωμένο περιστατικό. Επίσης, είναι πολύ πιθανό οι συζητήσεις να μην καταλήξουν κάπου και να ακολουθήσουν επόμενες συναντήσεις.

Σασμός έχει γίνει όταν και οι 2 πλευρές συμφωνήσουν και συμβιβαστούν. Ο συμβιβασμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα και την καταβολή αποζημίωσης για κάποια υλική καταστροφή που προκλήθηκε. Η αποζημίωση δεν έχει τη θέση ποινής, αντιθέτως έχει καθαρά εξισορροπητικό χαρακτήρα και πρέπει να γίνει αποδεκτή και από τις 2 πλευρές.

Ο σασμός θεωρείται πετυχημένος όταν επικυρώνεται και τελετουργικά, όταν δηλαδή οι 2 πλευρές γίνονται σύντεκνοι και δίνουν υπόσχεση να βαφτίσουν ο ένας το παιδί του άλλου ή το παιδί κάποιου πολύ στενού συγγενή του. Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο τελειώνει και το βιβλίο μας.

Δεν αποτελεί μια άτυπη μορφή απόδοσης δικαιοσύνης καθώς δεν έχει οριστεί κάποιος έχοντας το αξίωμα του κριτή, όμως προστατεύει την κατάσταση πριν γίνει ανεξέλεγκτη.

Ο σασμός είναι ανέφικτος όταν υπάρχει κάποιος φόνος και γι’αυτό οι μεσολαβητές προσπαθούν να παρέμβουν έμμεσα και αφού περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να συνεχιστούν και στις επόμενες γενιές. Τέλος, μία σημαντική κίνηση συμβιβασμού είναι ‘τα συμπεθεριά’, δηλαδή οι γάμοι ανάμεσα σε μέλη των αντίπαλων οικογενειών.

Τελειώνοντας την παρουσίασή μας, να σας αναφέρουμε μια μαντινάδα γραμμένη για τη βεντέτα

«Βεντέτες και παλιανθρωπιές/
τη φήμη μας μαυρίζουν/
χαλούν τσ’ ανθρώπινες ψυχές/
κι ούλους μας ταλανίζουν»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s