Με πολύ μεγάλη επιτυχία έγινε η πρώτη συνάντηση των Βιβλιόφιλων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές.
Η Ιλεάνα Arditi έκανε μια εξαιρετική παρουσίαση του ποιητικού έργου «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Ακολούθησε συζήτηση από τα μέλη του Λογοτεχνικού Κύκλου
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 (ή το 1914) στην Ασέα της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Έτσι, όταν πήγε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή, ήξερε, αρκετά καλά, αγγλικά και γαλλικά. Ήξερε, επίσης αρκετά καλά, τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και να δημιουργεί -συγχρόνως- τα δικά του μυθικά στέκια.
Τα πρώτα του ποιήματα,μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, τα δημοσίευσε στα περιοδικά «Νέα Εστία» το 1931 και «Ρυθμός» το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Καλλιτεχνικά Νέα», «Φιλολογικά Χρονικά», «Ρυθμός» και «Νέα Γράμματα». Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις «Αετός» (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του «Αμοργός» με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η «Αμοργός» επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, «Φιλολογικά Χρονικά»), το «Ο Ιππότης και ο Θάνατος» (1947, «Μικρό Τετράδιο») και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, «Ο Ταχυδρόμος»), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.
Με το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους. Για τους ίδιους λόγους ξεκίνησε να γράφει στίχους, πάνω στις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι, προσδιορίζοντας, έτσι και καθορίζοντας το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη και με τον Ξαρχάκο, αλλά και με άλλους αξιόλογους συνθέτες (Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.α.).
Η ικανότητά του να χειρίζεται το λόγο με ακρίβεια, έκανε το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Λαϊκό Θέατρο να του εμπιστευθούν τις μεταφράσεις πολλών θεατρικών έργων – μεταφράσεις που παραμένουν «κλασικές», με πρώτη, βέβαια, εκείνη του «Ματωμένου Γάμου». Είναι δε τα έργα που μετάφρασε, από τα ισπανικά, του Λόρκα, του Λόπε δε Βέγα και του Ραμόν δελ Βαλιέ-Ινκλάν, από τα γαλλικά, του Ζενέ και από τα αγγλικά, του Τ. Ουίλιαμς, του Ε. Ο’ Νηλ, του Α. Μακ Λης, του Σων Ο’ Κέιζυ, του Αυγούστου Στρίνμπεργκ, του Κρίστοφερ Φράυ και άλλων.
Απεβίωσε στις 12 Μαΐου 1992, πλήρης ημερών και τάφηκε στην Ασέα.
Πηγή: arkadians.gr
Η Αμοργός είναι το πρώτο πλήρες ποιητικό έργο που δημοσίευσε ο Έλληνας ποιητής και μουσικός στιχουργός Νίκος Γκάτσος. Πρόκειται για μια μικρή σε έκταση υπερρεαλιστική σύνθεση αναμεμειγμένη με στοιχεία της ελληνικής δημοτικής και λόγιας παράδοσης. Η Αμοργός θεωρείται κορυφαίο δημιούργημα της νεοελληνικής γραμματείας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Γκάτσος δεν δημοσίευσε άλλα παρόμοια ποιητικά έργα, με εξαίρεση ίσως δυο-τρία ποιήματα.
Η Αμοργός κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε 308 αντίτυπα το 1943, στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Αετός ΑΕ.
Η κυκλοφορία της Αμοργού μέσα στην Κατοχή, η μορφή και το περιεχόμενο του έργου προβλημάτισαν τους Έλληνες κριτικούς της εποχής εκείνης, αλλά και μεταγενέστερους. Ορισμένες εκτιμήσεις για την Αμοργό από κριτικούς του αθηναϊκού Τύπου (Μ. Ροδάς, Α. Σπύρης, κ.ά.) ήταν απαξιωτικές και ειρωνικές σε βαθμό χλευασμού. Άλλωστε, για πολλούς κριτικούς της εποχής, η υπερρεαλιστική γραφή ήταν τελείως ακατανόητη.
Οι πρώτοι που αναγνώρισαν την αξία του έργου ήταν ο Τάκης Παπατσώνης και ο Ανδρέας Καραντώνης. Στα επόμενα χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το 1960, ακολούθησαν θετικές κριτικές από τους Τάσο Λιγνάδη, Λίνο Πολίτη, Μάριο Βίττι, κ.ά. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως ο Γιώργος Βελουδής κατέταξε την Αμοργό στα ελάχιστα ελληνικά λογοτεχνικά έργα που τόλμησαν και εξέφρασαν την αντίσταση κατά των κατακτητών και της ηττοπάθειας μέσα στην περιόδο της Κατοχής, και όχι εκ των υστέρων. Αντιθέτως, ο Νικήτας Παρίσης βρήκε πως το συγκεκριμένο έργο του Γκάτσου είναι μεν «κείμενο μοναδικής ποιητικότητας», αλλά δεν περιέχει «ορατές και άμεσες αναφορές στο ζόφο της εποχής [της Κατοχής]».
Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις, που ήταν φίλος και συνεργάτης του Γκάτσου, είπε πως η Αμοργός δεν είναι ποίημα καθαυτό υπερρεαλιστικό, αλλά «ποίημα ελληνικό, με χρήση κάποιων υπερρεαλιστικών στοιχείων», ποίημα που περιέχει «ατόφιο χρυσάφι». Στην άποψη αυτή μοιάζει να συμφωνεί και η νεοελληνίστρια Έφη Ρέντζου η οποία επισήμανε πως στην Αμοργό, ο Γκάτσος «χρησιμοποιεί επιλεκτικά το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας [από τον Ηράκλειτο έως τον Θεοτοκά και τον Σεφέρη] αλλά και μεταμορφώνει αυτή την παράδοση, φιλτράροντας την μέσω της υπερρεαλιστικής αισθητικής της, για να γίνει έτσι ένα είδος δυνητικού «λογοτεχνικού κανόνα» για την ελληνική πρωτοπορία».
Πηγή: wikipedia