«Τα άπαντα μυθιστορήματα» του Κώστα Κρυστάλλη στην συνάντηση του Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιοφίλων Γενεύης

Στην συνάντηση Φεβρουαρίου του Λογοτεχνικού Κύκλου ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΩΝ Γενεύης, η βιβλιόφιλη Λίτσα Μασαούτη έκανε μια εξαιρετική παρουσίαση του βιβλίου « Τα Άπαντα Μυθιστορήματα» του Κώστα Κρυστάλλη, διανθισμένη με πολλά βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα.

Μέλη του Κύκλου απήγγειλαν ποιήματα του Κρυστάλλη και ακολούθησε μια όμορφη συζήτηση.

Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.

Τα πρώτα του ποιήματα, Αι Σκιαί του Άδου (1887), με το οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές του 21′ και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου (αρχές του 1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά ( Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά Τα Μάτια της Ψυχής μου. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας και αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Έρως καί Ψυχή». Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος.Το ηλιοβασίλεμα είναι και αυτό ένα από τα έργα του όπου αναφέρετε στην ομορφιά της ελληνικής υπαίθρου και για την αγνότητα των ανθρώπων του αγροτικού μόχθου.

Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το «Vie De Montage» που το εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 με το οποίο σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα ενώ έδινε και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα. Η ενασχόλησή του αυτή αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ΄ και Δ΄ τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ ηπειρωτικά άρθρα. Επίσης σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα, όπως Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Ενώ και στις Σημειώσεις του νεανικού ποιήματός του Ἀι σκιαί του Άδου και στις επιστολές του προς φιλικά του πρόσωπα.

Πηγή: Wikipedia

Ο Κώστας Κρυστάλλης, χωρίς τα γυαλιά της λαογραφίας και της ηθογραφίας

150 χρό­νια συ­μπλη­ρώ­νο­νται φέ­τος από τη γέν­νη­ση του Κώ­στα Κρυ­στάλ­λη, που κα­θιε­ρώ­θη­κε ως ο τρα­γου­δι­στής του χω­ριού και της στά­νης, αλ­λά υπήρ­ξε σί­γου­ρα κά­τι πο­λύ πα­ρα­πά­νω απ’ αυ­τό. Ο Κρυ­στάλ­λης λά­τρε­ψε και εξύ­μνη­σε τη φύ­ση με έναν τρό­πο αγα­πη­τι­κό και απε­λευ­θε­ρω­τι­κό, με έναν τρό­πο που γί­νε­ται, κα­τά τη γνώ­μη μου, ακό­μα πιο φα­νε­ρός στα πε­ζά του, τα δε­κα­τρία εν συ­νό­λω δι­η­γή­μα­τά του, επτά εκ των οποί­ων κυ­κλο­φό­ρη­σαν υπό τον τί­τλο Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα το 1894, όσο ο ίδιος ήταν ακό­μη εν ζωή, από το Βι­βλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας. Ο Κρυ­στάλ­λης κα­τη­γο­ρή­θη­κε από τους πα­λαιό­τε­ρους λο­γο­τε­χνι­κούς κρι­τι­κούς, κυ­ρί­ως από τον Άλ­κη Θρύ­λο, υπό την επή­ρεια του Γιώρ­γου Θε­ο­το­κά, ως φω­το­γρα­φι­κός και αβα­θής, ανυ­πο­ψί­α­στος ηθο­γρά­φος. Σε ένα άλ­λο επί­πε­δο, ο Γιάν­νης Απο­στο­λά­κης και ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς, συ­ζη­τώ­ντας για την ποί­η­σή του, τον μέμ­φθη­καν ως άγο­νο αντι­γρα­φέα του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, ως έναν μι­μη­τή που δεν εί­χε τί­πο­τε από την ψυ­χή, τη φρε­σκά­δα και τη δύ­να­μη του πρω­τό­τυ­που. Σή­με­ρα, πά­ντως, εί­μα­στε πο­λύ κο­ντά στο να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με αυ­τό που έχει από και­ρό υπο­δεί­ξει ο Λί­νος Πο­λί­της: ο στί­χος του Κρυ­στάλ­λη μπο­ρεί άνε­τα να διεκ­δι­κή­σει την αυ­το­νο­μία του από τις πη­γές του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, κερ­δί­ζο­ντάς μας αμέ­σως με τον ζω­ντα­νό και απο­λύ­τως προ­σω­πι­κό του τό­νο. «Ακό­μα και η χρή­ση των ιδιω­μα­τι­κών λέ­ξε­ων, όταν δεν φτά­νει στην υπερ­βο­λή, απο­τε­λεί ένα πρό­σθε­το στοι­χείο γοη­τεί­ας και δείγ­μα τε­χνί­τη όχι κοι­νού», επι­μέ­νει ο Πο­λί­της, επι­τρέ­πο­ντάς μας να βγά­λου­με τα ανα­γκαία συ­μπε­ρά­σμα­τα και για το πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο του τρα­γου­δι­στή του χω­ριού και της στά­νης.
Τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια και τα πα­ρα­μύ­θια εξάλ­λου, μα­ζί με τη λαϊ­κή τέ­χνη, τις ντο­πιο­λα­λιές και την πα­ρά­δο­ση, εν­δια­φέ­ρουν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους συγ­γρα­φείς της γε­νιάς του 1880, που εί­ναι η γε­νιά του Κρυ­στάλ­λη. Οι ηθο­γρά­φοι αυ­τής της γε­νιάς εί­ναι, σχη­μα­τι­κά μι­λώ­ντας, χω­ρι­σμέ­νοι στα δύο. Από τη μια με­ριά στέ­κουν εκεί­νοι που επι­διώ­κουν να ωραιο­ποι­ή­σουν και να εξι­δα­νι­κεύ­σουν την ύπαι­θρο. Από την άλ­λη βρί­σκο­νται όσοι επι­ζη­τούν να προ­βά­λουν τη δύ­σκο­λη, σκλη­ρή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της σε συ­νάρ­τη­ση με το βά­ρος του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού. Ο Κρυ­στάλ­λης αγα­πά­ει από τα βά­θη της καρ­διάς του τη φύ­ση, αλ­λά δεν εί­ναι εξι­δα­νι­κευ­τι­κός, ενώ ο λαϊ­κός πο­λι­τι­σμός ανα­δει­κνύ­ε­ται στη δου­λειά του σαν σάρ­κα εκ της σαρ­κός του. Μπαί­νο­ντας στα κα­θέ­κα­στα της πε­ζο­γρα­φί­ας του, θα πρέ­πει να πού­με προ­κα­ταρ­κτι­κά πως αντλεί λι­γό­τε­ρο από τον ρο­μα­ντι­σμό και το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι (όπως συμ­βαί­νει με τα ποι­ή­μα­τα) και πε­ρισ­σό­τε­ρο από τις λαϊ­κές πα­ρα­δό­σεις, συν το αδιαμ­φι­σβή­τη­το γε­γο­νός πως εκεί­νο που κυ­ριαρ­χεί στη σκη­νο­γρα­φία της εί­ναι όχι μό­νον η ύπαι­θρος αλ­λά και η πό­λη. Και πά­λι, όμως, τα στοι­χεία που δε­σπό­ζουν στα Πε­ζο­γρα­φή­μα­τα δεν εί­ναι τό­σο η πα­ρά­δο­ση και τα ερευ­νη­τι­κά λα­ο­γρα­φι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα του Κρυ­στάλ­λη, που έχουν απο­τυ­πω­θεί σε ξε­χω­ρι­στές ερ­γα­σί­ες, όσο δύο άλ­λα, αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κά δε­δο­μέ­να: από τη μια πλευ­ρά, η πο­λι­τι­κή και η Ιστο­ρία και από την άλ­λη, η δύ­να­μη της φύ­σης μα­ζί με την εκ­στα­τι­κή και τη με­τα­στοι­χειω­τι­κή της ορ­μή.

Από την πολιτική και την Ιστορία προς τη φύση
Ως προς την πο­λι­τι­κή και την Ιστο­ρία, οι ανα­φο­ρές του Κρυ­στάλ­λη ξε­κι­νούν από τον εθνι­κό ήρωα της Αλ­βα­νί­ας Γε­ώρ­γιο Σκε­ντέρ­μπεη, η μορ­φή του οποί­ου μπο­ρεί να συ­νε­νώ­σει Αρ­βα­νί­τες και Έλ­λη­νες («Η ει­κό­να»), την υπο­τα­γή –μέ­σα από ένα πα­ρα­μύ­θι– του Αρ­γυ­ρό­κα­στρου στους Οθω­μα­νούς («Αρ­γύ­ρω η μο­νο­βύ­ζα») και το χρο­νι­κό (1811-1881) των απο­τυ­χη­μέ­νων επα­να­στα­τι­κών προ­σπα­θειών κα­τά της οθω­μα­νι­κής διοί­κη­σης στα Γιάν­νε­να («Το ση­μειω­μα­τά­ρι του Γε­ρο­κα­λα­μέ­νιου»), για να φτά­σουν μέ­χρι τις διώ­ξεις και την κα­τα­πί­ε­ση του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού της Ηπεί­ρου από τους Τούρ­κους («Το Σου­λιω­τό­που­λο» και «Η κυ­ρα-Νί­τσα»), ή τις πο­λύ­πα­θες πε­ρι­πέ­τειες της κλε­φτου­ριάς πά­νω στα ηπει­ρώ­τι­κα βου­νά («Εις την στά­νην του μπάρ­μπα μου», «Τα Χρι­στού­γεν­να των κλε­φτών», «Κα­πε­τάν Κων­στα­ντά­ρας»). Ως προς τη δύ­να­μη της φύ­σης, που δί­νει γεν­ναία το πα­ρών σε όλα τα δι­η­γή­μα­τα, η γκά­μα πε­ρι­λαμ­βά­νει από ποι­μέ­νες απο­μο­νω­μέ­νους στην άγρια ύπαι­θρο («Στα χα­λά­σμα­τα») μέ­χρι την ικα­νό­τη­τα των φυ­σι­κών στοι­χεί­ων να ευ­ερ­γε­τή­σουν τη βα­σα­νι­σμέ­νη ψυ­χή του ξε­νι­τε­μέ­νου («Το φυ­λα­χτό μου»), ή το εν­θαρ­ρυ­ντι­κό άπλω­μα του βλέμ­μα­τος σε ένα το­πίο το οποίο εγκλεί­ει στο εσω­τε­ρι­κό του εκτός από την Ήπει­ρο και τη Θεσ­σα­λία («Ο χω­ρι­σμός»). Κά­που στο εν­διά­με­σο φύ­σης και Ιστο­ρί­ας θα βρού­με και τον έρω­τα: έρω­τας υψη­λό­φρων και δυ­να­τός, ανά­με­σα σε καρ­διές έτοι­μες να του πα­ρα­δο­θούν εξ ολο­κλή­ρου («Η δα­σκά­λα»). Κά­ποια ση­μα­σία έχει, τέ­λος, και η χα­ρά της ομα­δι­κής δη­μιουρ­γι­κής δου­λειάς για έναν υψη­λό σκο­πό, όπως η ανοι­κο­δό­μη­ση μιας εκ­κλη­σί­ας («Τα μάρ­μα­ρα»). Δια­τρέ­χο­ντας το πε­δίο της πο­λι­τι­κής και της Ιστο­ρί­ας, ο Κρυ­στάλ­λης θα υιο­θε­τή­σει έναν σα­φώς εθνι­κό τό­νο, δεν θα κα­τα­λή­ξει εντού­τοις σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση εθνο­κε­ντρι­κός (τα ιστο­ρι­κά πά­θη των Αλ­βα­νών με τους Τούρ­κους δύ­σκο­λα απο­σπώ­νται από τα αντί­στοι­χα πά­θη των Ελ­λή­νων). Δια­τρέ­χο­ντας πά­λι το πε­δίο της φύ­σης, ο λό­γος του θα απο­κτή­σει εξαι­ρε­τι­κή ποι­κι­λία εκ­φάν­σε­ων: από τη μα­νία των και­ρι­κών φαι­νο­μέ­νων (το σκλη­ρό κρύο, οι νε­ρο­πο­ντές και το ξε­πά­για­σμα σε προ­στα­τευ­μέ­να και απρο­στά­τευ­τα ση­μεία) και τον χο­ρό αν­θρώ­πων και ζώ­ων (από την πλο­κή και τις πε­ρι­γρα­φές των δι­η­γη­μά­των ξε­πη­δούν πρό­βα­τα, λύ­κοι, αρ­κού­δες, τσα­κά­λια και αγριο­γού­ρου­να) μέ­χρι τις φω­νές από τρα­γού­δια και μη­νύ­μα­τα ή πα­ραγ­γέλ­μα­τα που εκτο­ξεύ­ο­νται στους ου­ρα­νούς πά­νω από τις κρη­μνώ­δεις ορο­σει­ρές, απο­κα­λύ­πτο­ντας μια φύ­ση όχι αγρο­τι­κή αλ­λά σπι­νο­ζι­κής έμπνευ­σης – μια natura naturans που γεν­νιέ­ται και ανα­πα­ρά­γε­ται αφ’ εαυ­τής, σαν άλ­λος θε­ός.

Τοπιογραφία και λυρικός ρεαλισμός
Γρά­φο­ντας άλ­λο­τε σε ιστο­ρι­κό και άλ­λο­τε σε πα­ρο­ντι­κό χρό­νο, ο Κρυ­στάλ­λης συν­δέ­ει, όπως εί­ναι ίσως ανα­με­νό­με­νο, τη φύ­ση με την το­πιο­γρα­φία του, σε έναν κύ­κλο που περ­νά­ει από τα Γιάν­νε­να, την Άρ­τα, το Μέ­τσο­βο, την Πάρ­γα, το Ζα­γό­ρι και το Σού­λι, χω­ρίς να αφή­σει απέ­ξω τη Θεσ­σα­λία και το Αρ­γυ­ρό­κα­στρο. Κι αυ­τή η συ­νε­χής εντο­πιό­τη­τα, που εντάσ­σει στους κόλ­πους της αστι­κές πε­ριο­χές, αλ­λά και χω­ριά ή βο­σκο­τό­πια, πα­ρα­πέ­μπει βε­βαί­ως στην εντο­πιό­τη­τα της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να, από τον Guy de Maupassant και τον Alphonse Daudet μέ­χρι τον βε­ρι­σμό του Giovanni Verga, δεί­χνο­ντας για άλ­λη μια φο­ρά πό­σο μα­κριά μέ­νει ο Κρυ­στάλ­λης από την ει­δυλ­λια­κή ηθο­γρα­φία και το στε­νά λα­ο­γρα­φι­κό πνεύ­μα. Μα­κριά, ωστό­σο, από τη λα­ο­γρα­φι­κή ιδε­ο­λο­γία μέ­νει ο Κρυ­στάλ­λης και με τη με­τρια­σμέ­νη και ισορ­ρο­πη­μέ­νη δη­μο­τι­κή του, που εν­δί­δει στην τρα­χύ­τη­τα μό­νο όταν εν­σω­μα­τώ­νε­ται στους δια­λό­γους η ηπει­ρώ­τι­κη ντο­πιο­λα­λιά, ή με την προ­σφυ­γή του στο αφη­γη­μα­τι­κό εί­δος του χρο­νι­κού (θυ­μί­ζω το δι­ή­γη­μα «Το ση­μειω­μα­τά­ρι του Γε­ρο­κα­λα­μέ­νιου») το οποίο συν­δυά­ζει την κα­τά­θε­ση του αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα και την ανα­κοί­νω­ση των το­πι­κών ει­δή­σε­ων της βυ­ζα­ντι­νής χρο­νο­γρα­φί­ας με το τέ­χνα­σμα της ανα­κά­λυ­ψης των χα­μέ­νων χει­ρο­γρά­φων. Σύμ­φω­νοι, αλ­λά πά­νω απ’ όλα ο Κρυ­στάλ­λης απο­μα­κρύ­νε­ται από την ηθο­γρα­φία και τη λα­ο­γρα­φία μέ­σω της πα­ρά­καμ­ψης του κε­κα­νο­νι­σμέ­νου ρε­α­λι­σμού που προ­ϋ­πο­θέ­τει η ποι­η­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας από την πρό­ζα του. Ως ποι­η­τής-πε­ζο­γρά­φος (τον όρο ει­σή­γα­γε με αφορ­μή την πε­ρί­πτω­σή του το 1940 ο Μιχ. Ρο­δάς) ο Κρυ­στάλ­λης υιο­θε­τεί ένα ιδί­ω­μα που θα υπα­γά­γει την Ιστο­ρία και τη φύ­ση σε έναν λυ­ρι­κό ρε­α­λι­σμό – έναν ρε­α­λι­σμό ο οποί­ος θα διαρ­ρή­ξει ευ­θύς εξαρ­χής τις σχέ­σεις του με οποια­δή­πο­τε έν­νοια (αν εξα­κο­λου­θού­με να μι­λά­με για ηθο­γρα­φία και λα­ο­γρα­φία) θη­σαυ­ρι­σμού, κα­τα­γρα­φής και κα­τα­λο­γο­γρα­φι­κής απει­κό­νι­σης.

Πηγή: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, hartismag

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s