Με μεγάλη επιτυχία έγινε η παρουσίαση του αξιόλογου ποιήματος 9 Ιουλίου του Κύπριου ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη στον Λογοτεχνικό Κύκλο ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΩΝ Γενεύης Η κυπριακής καταγωγής κιβλιόφιλη Βεατρίκη Δημητριάδη – Power έκανε μια εξαιρετική παρουσίαση, με λογοτεχνικό στόμφο και πάθος ανέπτυξε το ποίημα. Η Υπεύθυνη του Κύκλου Βενετία Chuard διάβασε το κείμενο του Μανόλη Λαδουκάκη, Διευθυντή του Ελληνικού Σχολείου, με θέμα την Κυπριακή διάλεκτο.
Ακολούθησε συζήτηση από όλα τα μέλη. Η συνάντηση έγινε μέσω διαδικτύου με την πλατφόρμα ΖΟΟΜ του αξιόλογου φίλου μας Μανώλη Δερμιτζάκη, αναγνωρισμένου Γενετιστή και πολυβραβευμένου επιστήμονα, με τον όποιον στο τέλος της παρουσίασης είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε και να μας απαντήσει στις ερωτήσεις μας καθώς και να μας συμβουλέψει όσο αφορά την σημερινή υγειονομική κατάσταση.


«Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου» αρχίζει με την εμφάνιση ανέμων στην Τουρκία, ενώ στην Κύπρο επικρατεί ησυχία. Μετά από σύσκεψη των Τούρκων αξιωματικών και διοικητών της Κύπρου, ο Τούρκος αξιωματούχος Κκιόρογλους επισκέπτεται τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και προσπαθεί να τον πείσει να φύγει από την Κύπρο ή τουλάχιστον να μεταμφιεστεί και να πάει στην Λάρνακα, αλλά εκείνος αρνείται.
Την επόμενη μέρα, ο Κυπριανός κατευθύνεται στην Αρχιεπισκοπή. Στην εκκλησία θρηνεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Έξω από την εκκλησία εμφανίζονται Τούρκοι στρατιώτες με σκοπό να τον συλλάβουν. Ο Κυπριανός παραδίδεται, αφού καίει μερικά έγγραφα. Οι στρατιώτες τον προσάγουν στον Τούρκο διοικητή Μουσελλίμ-αγά, ο οποίος κατηγορεί τον Αρχιεπίσκοπο για προπαγάνδα κατά των Τούρκων με σκοπό να ξεσηκώσει τους Έλληνες του νησιού εναντίον τους. Ανακοινώνει ότι θα συγκεντρώσει όλους τους Έλληνες στο Σαράι και θα θανατώσει τους επισκόπους.
Ο Κυπριανός του υπενθυμίζει ότι οι Κύπριοι δεν έχουν όπλα, καθώς οι Τούρκοι τους είχαν αφοπλίσει. Ο Τούρκος διοικητής αναφέρει ότι έχει επαναστατικά κείμενα που μοίραζαν οι καλόγεροι για να ξεσηκώσουν τον λαό, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος αντιτείνει ότι αυτό μπορεί να έγινε κρυφά από την Εκκλησία. Ο Μουσελλίμ-αγάς δηλώνει ότι θα αφανίσει ολόκληρο τον ελληνισμό. Ο Κυπριανός του απαντά ότι η Ρωμιοσύνη θα χαθεί μόνο όταν χαθεί ο κόσμος.
Ο Μουσελλίμ-αγάς δίνει την ευκαιρία στον Κυπριανό να γλιτώσει, αλλά εκείνος αρνείται. Ο Τούρκος διοικητής καλεί τότε τον βοσκό Δημήτριο, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον Μουσελλίμ-αγά ότι η δολοφονία του Κυπριανού αποτελεί αμαρτία και θα είναι άδικη.
Ο Κυπριανός οδηγείται στη φυλακή, όπου βρίσκονται και άλλοι τέσσερεις επισκόποι. Εκεί εμφανίζεται ο γιος του Κκιόρογλου και προσπαθεί να πείσει τον Κυπριανό να δραπετεύσει. Ο Αρχιεπίσκος αρνείται. Οι φυλακισμένοι ιερείς προσεύχονται και ζητούν από τον Θεό να συγχωρέσει τους Τούρκους, να δώσει επιτέλους ελευθερία στη φυλή τους, στους Ρωμιούς, και, τέλος, να συγχωρέσει τους ίδιους τους μελλοθάνατους ιερείς και να τους δεχτεί.
Ο Μουσελλίμ-αγάς επισκέπτεται τη φυλακή και ανακοινώνει στους φυλακισμένους Έλληνες ότι έφτασε η ώρα του θανάτου τους. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός τον προειδοποιεί ότι οι θάνατοι τους δεν θα ωφελήσουν τους Τούρκους, αλλά αντιθέτως θα τους προκαλέσουν προβλήματα. Ο Κκιόρογλους προσπαθεί να πείσει τον Μουσελλίμ-αγά ότι ο απαγχονισμός του Κυπριανού μπορεί να προκαλέσει ταραχές και ότι θα πρέπει να ερευνήσουν στα σπίτια των Κυπρίων, μήπως πράγματι υπάρχουν ακόμη όπλα, αλλά ο Μουσελλίμης του απαντά ότι δεν φοβάται τους Κύπριους.
Οι Τούρκοι στρατιώτες («Τζελλάττηδες») αποκεφαλίζουν τους τρεις επισκόπους και τον βοσκό Δημήτριο και απαγχονίζουν τον Κυπριανό. Μερικοί Έλληνες παρουσιάζονται στον Τούρκο διοικητή, ζητώντας να παραλάβουν τις σορούς των αρχιερέων για να κηδευτούν. Το ποίημα κλείνει με την άρνηση του Μουσελλίμ-αγά να ικανοποιήσει το αίτημά τους.
Πηγή: Wikipedia
Βασίλης Μιχαηλίδης
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης του Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στο Λευκόνοικο της επαρχίας Αμμοχώστου της Κύπρου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Δάλι κοντά στον ιερέα θείο του Χρύσανθο Οικονόμου και στη συνέχεια στη Λευκωσία, με τον Ιωάννη Οικονομίδη (αργότερα επίσκοπο Κίτιο Κυπριανού), θείο του επίσης και σχολάρχη της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, στην οποία πιθανόν φοίτησε. Στη Λευκωσία παρακολούθησε και μαθήματα αγιογραφίας με τον Χαράλαμπο Ζωγράφο και συνδέθηκε φιλικά με τον Γεώργιο Βιζυηνό. Με την εκλογή του Οικονομίδη σε επίσκοπο (1868), έζησε μαζί του στη Λάρνακα, ήρθε σε επαφή με τους εκεί πνευματικούς κύκλους, γνωρίστηκε με τους ποιητές Γουσταύο Λαφφών και Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη και ασχολήθηκε συστηματικότερα με τη ζωγραφική και με την ποίηση. Μετά από αποτυχία του σε εξετάσεις για σπουδές στην Ιταλία επισκέφτηκε την Ελλάδα και πήρε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας (1878). Την ίδια χρονιά γύρισε στην Κύπρο και εργάστηκε ως νοσοκόμος στο δημοτικό νοσοκομείο της Λεμεσού, αρχικά ως τρόφιμος και στη συνέχεια ως έμμισθος. Απολύθηκε το 1910 καθώς υπέφερε από αλκοολισμό και πέθανε στο πτωχοκομείο της Λεμεσού. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης θεωρείται ως ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, κυρίως για το επικό έργο του Ενάτη Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία της Κύπρου, με θέμα τον απαγχονισμό του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και άλλων κύπριων αγωνιστών το 1821, που περιλαμβάνεται στη συλλογή του Ποιήματα (1911). Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία από τις σελίδες των εφημερίδων Αλήθεια και Σάλπιγξ, όπου δημοσίευσε ποιήματα υπογράφοντας άλλοτε με τα αρχικά Β.Μ. και άλλοτε μόνο με το Β., ενώ εξέδωσε και τη βραχύβια εφημερίδα Ο Διάβολος (18/1 – 18/4/1888). Το 1882 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή που είχε τίτλο Ασθενής Λύρα και περιλάμβανε ποιήματα στην καθαρεύουσα, τη δημοτική και την κυπριακή διάλεκτο, στην οποία και έγραψε τα υπόλοιπα έργα του. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βασίλη Μιχαηλίδη βλ. Κουδουνάρης Αριστείδης Δ., «Μιχαηλίδης Βασίλειος του Χατζημιχαήλ», Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων 1800-1920. Λευκωσία, 1995 (έκδοση γ΄), Γιαλουράκης Μανώλης, «Μιχαηλίδης Βασίλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Μιχαηλίδης Βασίλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
Πηγή: Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Λίγες σκέψεις για την κυπριακή διάλεκτο
Αγαπητές βιβλιόφιλες καλημέρα.
Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι μαζί σας σήμερα, καθώς απόψε μετά από πολύ καιρό θα είμαστε ξανά με τη μουσική μας, είμαι όμως βέβαιος ότι η παρουσίαση της αγαπητής Βεατρίκης ήταν περιεκτική και κάλυψε όλες τις πτυχές του βιβλίου του Μιχαηλίδη. Από τη μεριά μου θέλω να προσθέσω μερικές σκέψεις και εντυπώσεις που αφορούν μόνο το γλωσσικό κομμάτι του βιβλίου, την κυπριακή διάλεκτο.
Δεν σας κρύβω ότι δεν ήξερα τον Μιχαηλίδη. Το συγκεκριμένο βιβλίο μου το έδειξε, κατά την διάρκεια ενός καφέ, η Βεατρίκη και ξεφυλλίζοντάς το έμεινα έκπληκτος από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί. Διάβαζα και ανακάλυπτα λέξεις, ή ρίζες λέξεων, των οποίων την προέλευση έπρεπε να ξεσκονίσω τις λίγες μου γνώσεις πάνω σε παλιότερες μορφές της ελληνικής μας γλώσσας – είτε αρχαία, ελληνιστικά και βυζαντινά – για να μπορέσω να καταλάβω το νόημά τους. Δεν τα κατάφερα με όλες και χρειάστηκε να ανατρέξω σε λεξικά, όμως η γενική εντύπωση, αυτό που μου έμεινε, ήταν τούτο: η κυπριακή διάλεκτος διατηρεί ζωντανές πολλές σελίδες της ιστορίας της γλώσσας μας και αξίζει την προσοχή και τη μελέτη της από όποιον ενδιαφέρεται για τα ελληνικά.
Θυμάμαι η πρώτη λέξη που στην κυριολεξία ανέτειλε στο μυαλό μου σ’ εκείνον τον καφέ, ήταν η λέξη “λας” στους στίχους:
“Είντα λοής εθέλαμεν εμείς ν’ αρματωθούμεν
τζαι να σμιχτούμεν μ’ άλλους λας τζαι να σας πολεμούμεν;” (16, στ. 5-6)
Κάνω μια παρένθεση για να πω ότι στάθηκα σ΄ αυτούς τους στίχους γιατί ξεκινούν μ΄ αυτό το υπέροχο ερωτηματικό “είντα λοής”, με το οποίο κι εγώ, ως Κρητικός, μεγάλωσα!
“Λας”, λοιπόν. “Πέτρα”, στα αρχαία ελληνικά, και μητέρα του νεοελληνικού “λαός”. Όμως η κυπριακή διάλεκτος την χρησιμοποιεί αυτούσια, κι η ανάγνωσή της ξύπνησε αμέσως στη μνήμη τον μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και την προέλευση των ανθρώπων – του λαού – από τις πέτρες που έριχναν πίσω τους, όπως τους είχε ζητήσει ο Δίας μετά τον κατακλυσμό που εξαφάνισε το χάλκινο γένος των ανθρώπων! Άλλωστε, σύμφωνα με τον μύθο, από την πρώτη πέτρα που πέταξε πίσω του ο Δευκαλίων προήλθε ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων.
Ο κατάλογος τέτοιων λέξεων είναι μακρύς: «θωρώ (= βλέπω), «στρούθος» (= σπουργίτης), «όρνηθα» (= κότα), «πέμπω (= στέλνω), λαλώ (= λέω), «ποζέγνω» (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), «καμμώ» – «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), “βόρτακος” (= βατράχι, αρκαδική διάλεκτος), για να αναφέρω απλώς μερικές. Αναμενόμενο, αφού οι μελετητές κατατάσσουν την αρκαδοκυπριακή στις αρχαιότερες ελληνικές διαλέκτους. Δεν παύει όμως να είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, ενώ ο “αρκαδικός” κλάδος της συγκεκριμένης διαλέκτου έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ο κυπριακός διατηρεί ακόμα πάρα πολλά στοιχεία (πέρα από το λεξιλόγιο), αυτούσια ή μεταλλαγμένα, στην ντοπιολαλιά του νησιού. Εξάλλου, η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, το γνωστό κυπριακό συλλαβάριο.
Τέλος, θα αναφέρω μόνο δύο χαρακτηριστικά που ακούσατε από την αγαπητή μας Βεατρίκη, τα οποία έρχονται να ζωντανέψουν ηχητικά, στην ομιλία, την αρχαία ελληνική. Μιλάω για τη διατήρηση του τελικού “-ν” και την προφορά των διπλών συμφώνων ως διπλά. Ειδικά αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό το βρίσκω αληθινά όμορφο και το χρησιμοποιώ συχνά ως παράδειγμα στις συζητήσεις μου με τους μαθητές μου (οι οποίοι φυσικά με ρωτούν γιατί χρησιμοποιούμε διπλά σύμφωνα. Η κυπριακή διάλεκτος μου προσφέρει έτοιμη την προφανή απάντηση: επειδή προφέραμε – και οι Κύπριοι συνεχίζουν να το κάνουν – δύο λάμδα στις λέξεις “πολλά”, “άλλος”, δύο σίγμα στις “θάλασσαν”, “τέσσερις”, δύο μι στις “γραμματικόν”, “κομμένην”, για να χρησιμοποιήσω παραδείγματα από το βιβλίο του Μιχαηλίδη). Δεν είναι υπέροχο;
Η πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου αντανακλάται και στο γλωσσικό της ιδίωμα. Τόσοι και τόσοι κατακτητές, τόσοι και τόσοι αιώνες, είναι λογικό και αναμενόμενο να έχουν αφήσει το στίγμα τους στη γλώσσα, κι είναι αλήθεια ότι μπορούμε να ετυμολογήσουμε πολλές διαλεκτικές λέξεις ή εκφράσεις της Κύπρου από τα φράγκικα, τα τουρκικά ή τα αγγλικά. Ακόμα κι αυτές τις λέξεις όμως, η κυπριακή διάλεκτος τις έχει “ελληνοποιήσει”, εντάσσοντάς τες στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας. Παραδείγματα “ο τζισβές” (= το μπρίκι) ή “ο μουχτάρης” (= ο άρχοντας).
Είναι κρίμα που στις μέρες μας οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα υποχωρούν δραστικά. Η πίεση του ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος και – κυρίως – η γλώσσα των μέσων μαζικής ενημέρωσης ωθούν στον περιορισμό – ή και στην εξαφάνιση – λέξεων και εκφράσεων που κουβαλούν τόση ιστορία και αξίζουν καλύτερη μεταχείριση. Και σας το λέω αυτό ξέροντας ότι μιλάω με το συναίσθημα και όχι με τη λογική 🙂
Τέλος, για να κλείσω τον κύκλο, δεν μπορώ να μη σημειώσω την εντυπωσιακή, σε κάποιες περιπτώσεις, ομοιότητα της κυπριακής διαλέκτου με τα κρητικά! Να είναι η ταραγμένη παρεμφερής ιστορική διαδρομή; Ή να είναι η θάλασσα που αγκαλιάζει τα νησιά μας και γεννάει την Αφροδίτη και τον Τάλω; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι αυτές οι ντοπιολαλιές αξίζουν το σεβασμό και την αγάπη μας.
Ελπίζοντας να μη σας κούρασα, σας ευχαριστώ.
Μανόλης Λαδουκάκης