Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του Σεπτεμβρίου του «Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιόφιλων Γενεύης», με θέμα το βιβλίο του Γιάννη Ατζακά, «Θολός βυθός», από τις εκδόσεις Άγρα.
Η Βιβλιόφιλη Ιλεάνα Arditi έκανε μια εξαιρετική παρουσίαση-ανάλυση-κριτική του βιβλίου και ακολούθησε συζήτηση με τα μέλη του Κύκλου.
«Σαν βουβή γροθιά» το χαρακτηρίζει η Μιρκέλα Χαρτουλάρη στο άρθρο της σΤΟ ΒΗΜΑ και σημειώνει, «…μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα των παιδοπόλεων από το 1949 ώς το 1955, με έναν τρόπο ψύχραιμο και σπαρακτικό που δεν τον έχουμε διαβάσει ούτε στα μυθιστορήματα του Βασίλη Μπούτου ή του Θανάση Σκρουμπέλου ούτε στις διεισδυτικές ιστορικές προσεγγίσεις λ.χ. της Ρίκης Βαν Μπουσχότεν κ.α. Παράλληλα, σαν σφήνα, ακούγεται σε τρίτο πρόσωπο η φωνή του σημερινού, συνταξιούχου πια, άντρα- συγγραφέα ο οποίος σχολιάζει ιδεολογικά τον κρυφό μηχανισμό των παιδοπόλεων και αναστοχάζεται τον ίδιο του τον αντιφατικό χαρακτήρα ως παράγωγο των παιδικών εμπειριών του. Ο Θολός βυθός παύει έτσι να είναι μια απλή μαρτυρία και αποκτά μια κοινωνική-πολιτική-υπαρξιακή διάσταση…».
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυλιακές εκείνες παιδοπόλεις-ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», «Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949-1955.
Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά χρόνια του.
Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του.
Όσο κρατά η κοφτερή «νύχτα του Θεριστή», μπροστά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, ο ώριμος άντρας και το ξεριζωμένο αγόρι εμπλέκονται σε δύο παράξενους και σχεδόν παράλληλους μονολόγους. Ο συγχρονισμός της άγουρης μνήμης με την ύστερη κρίση διχάζει σε δύο όψεις το πρόσωπο του Γιάννη, κάνοντας την ίδια στιγμή τραύμα και ίαση να συνυπάρχουν.
Το Παιδί μιλά ακατάπαυστα, μ\’ όλη την άγνοια και την αθωότητα της ηλικίας του, αν και με απροσδόκητη μερικές φορές ακρίβεια· ανασύρει, μέρα με τη μέρα, τα καταχωνιασμένα χρόνια του σε κείνα τα παιδικά στρατόπεδα· διασχίζει ακόμη μία φορά με οδύνη την άνυδρη έρημο, αναζητώντας τη χαμένη πηγή της αληθινής αγάπης. Ενώ οι αραιές «παρεμβάσεις» του ώριμου άντρα μοιάζει να απευθύνονται μόνο στον ίδιο, αφού αυτό που αναζητά, πίσω από τις εμμονές, τις απωθήσεις και τις φοβίες του, δεν είναι παρά το δικό του πραγματικό πρόσωπο.
Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα «Διπλωμένα φτερά» ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε το 2007. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Θολός βυθός», την επόμενη χρονιά, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009.