Πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Οκτωβρίου του «Λογοτεχνικού Κύκλου Βιβλιόφιλων Γενεύης» με θέμα το μυθιστόρημα «Όπως ήθελα να ζήσω», της Ελένης Πριοβόλου.
Η υπεύθυνη του Κύκλου, συγγραφέας κα Βενετία Πιτσιλαδή Chuard, παρουσίασε τη συγγραφέα Ελένη Πριοβόλου και το έργο της. Ακολούθησε συζήτηση και ανάλυση του βιβλίου με τη συμμετοχή όλων των μελών του Κύκλου.
«Το βιβλίο αυτό είναι η αναζήτηση της δικής μου ουτοπίας», λέει η συγγραφέας περιγράφοντας το έργο της και συμπληρώνει, «ως πολίτης και ως άνθρωπος αποφάσισα να βγω από την εσωστρέφεια στην οποία με είχε οδηγήσει το προηγούμενο βιβλίο». Η συγγραφέας πήγε πίσω στο χρόνο, τότε που η διαμορφωνόταν η η σύγχρονη Ελλάδα για να μπορέσει να ερμηνεύσει αυτό που ζούμε σήμερα, «φταίμε όλοι αλλά κυρίως αυτοί που πήραν τη μοίρα αυτού του τόπου στα χέρια τους», καταλήγει.
Διαβάζουμε στο εξώφυλλο:
Ελλάδα, τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Δικομματισμός, φαυλοκρατία, πολιτευτές, τραμπούκοι, «χρυσοκάνθαροι» και τραπεζίτες καθορίζουν το πολιτικό και το οικονομικό σκηνικό. Μέσα σε αυτό το κλίμα έρχεται στην Αθήνα ο έμπορος-ταξιδευτής Ρωμαίος Αγγουλές: φύση καλλιτεχνική και αντισυμβατική, αποφασίζει να εγκατασταθεί και, αντί για χρηματιστηριακά παιχνίδια, να επενδύσει στην «ωραιότητα».
Με την εκτός γάμου θυγατέρα του Ροζίτα και τον παραγιό του Σωτήρη Κονταξή φυτεύουν ροδώνα, στον οποίο ευελπιστούν να συμπεριλάβουν όλες τις γνωστές ποικιλίες ρόδων, αλλά και να δημιουργήσουν νέα είδη, φτάνοντας ως την επίτευξη του «γαλάζιου ρόδου». Ο Pοδώνας του Κεραμεικού, η περίφημη «Ρόδων Πολιτεία», γίνεται σύντομα η κολυμβήθρα των πρωτοπόρων ιδεών. Εκεί θα εμβαπτισθούν οι ανήσυχοι νέοι, θα καταφύγουν οι παλαιότεροι αντιμοναρχικοί, ενώ παράλληλα θα δοκιμαστούν τα ανθρώπινα πάθη, ο έρωτας και η αντοχή, σε μια Αθήνα αγνώριστη, που εκπλήσσει διαρκώς τον αναγνώστη, είτε με τις διαφορές της είτε με τα κρυμμένα σε αυτήν «σημεία των καιρών μας».
Ένα μυθιστόρημα εποχής για όλους εκείνους που έζησαν «όπως ήθελαν να ζήσουν», κληροδοτώντας στους επόμενους τους σπόρους της ουτοπίας.

Είμαι η Ελένη Πριοβόλου, γεννημένη στο Αγγελόκαστρο Αιτωλίας. Θρεμμένη με τους μύθους και τα παραμύθια της γενέθλιας γης, τα πολυφωνικά άσματα της δημοτικής μουσικής, των μοιρολογιών και της Βυζαντινής υμνωδίας.
Από σπόντα βρέθηκα να σπουδάζω πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και τελικά μου άρεσε, αν και τώρα θαρρώ πως καμία επιστήμη δεν ταίριαζε στην ουτοπιστική μου ιδιοσυγκρασία. Βρήκα από πολύ νωρίς καταφύγιο στις λέξεις. Αυτό το εκμαγείο της κρυμμένης αλήθειας του κόσμου, φανερού και αφανούς. Εκεί ξεσπούσα τους φόβους μου, τις αναζητήσεις, τα οράματά μου. Αυτές με προστάτεψαν από την πεζή καθημερινότητα.
Οι δικές μου λέξεις, από το πρωτόπλαστο παραμυθικό μου ιδεώδες, αλλά και οι λέξεις των συνοδοιπόρων δημιουργών, που μου προσέφεραν στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης και με σημάδεψαν, αποτελούν συντροφιά και καταφυγή.
Έτσι κυλούν τα χρόνια, γράφοντας παραμύθια και όνειρα για μικρούς και μεγάλους. Και αν καμιά φορά τα όνειρα γίνονται σκληρά και αν από τις λέξεις μου κυλάει το αίμα, αυτό γίνεται γιατί έτσι είναι ο κόσμος.